Κάποτε οι ψυχολόγοι πίστευαν ότι το να μαθαίνει κανείς δύο γλώσσες από πολύ μικρός μπερδεύει τον εγκέφαλο. Ωστόσο τελευταίες μελέτες έχουν δείξει ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας στην παιδική ηλικία ενισχύει τις πνευματικές δυνατότητες του εγκεφάλου.
Τα δίγλωσσα παιδιά λειτουργούν σαν να έχουν “δύο μυαλά”, ανάλογα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπερδεύονται στις αντιδράσεις τους, αντίθετα διευκολύνονται στο να εκτελούν περισσότερα καθήκοντα ταυτόχρονα και αποκτούν την ικανότητα στο να μπαίνουν στη θέση του άλλου. Επιπλέον, η εκμάθηση δύο γλωσσών φαίνεται πως καθυστερεί την άνοια και τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Τώρα, μια νέα μελέτη διαπιστώνει ότι το όφελος υπάρχει από πολύ μικρή ηλικία. Οι εγκέφαλοι των μωρών που εκτίθενται σε δύο γλώσσες επωφελούνται προτού καν τα μωρά μπορέσουν να αρθρώσουν λέξη, από την ηλικία των 11 μηνών.
Ειδικοί από το University of Washington στο Seattle, σε μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Developmental Science, γράφουν ότι το γεγονός και μόνο ότι ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα σπίτι ή περιβάλλον όπου ακούει περισσότερες από μία γλώσσα, μπορεί να έχει βελτιωμένες δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και μνήμης αργότερα στη ζωή.
Οι δύο γλώσσες διευρύνουν τον εγκέφαλο
Στη μελέτη έλαβαν μέρος 16 μωρά ηλικίας 11 μηνών από τα οποία τα μισά προέρχονταν από δίγλωσσες οικογένειες. Οι ερευνητές κατέγραψαν τις αλλαγές που παρατηρούνταν στους νευρώνες του εγκεφάλου των παιδιών, κατά τη διάρκεια μιας 18λεπτης ακρόασης διαφόρων ομιλιών. Διαπίστωσαν ότι τα δίγλωσσα παιδιά εμφάνιζαν έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα στις περιοχές του προμετωπιαίου και του κογχομετωπιαίου φλοιού οι οποίες σχετίζονται με τις εκτελεστικές λειτουργίες. Και πιστεύουν ότι αυτό μεταφράζεται σε ικανότητα ταχύτερης εκμάθησης, επίλυσης προβλημάτων και καλύτερης μνήμης.
«Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι πριν ακόμη ξεκινήσουν να μιλούν, τα παιδιά που μεγαλώνουν ακούγοντας δύο γλώσσες εξασκούν ικανότητες οι οποίες συνδέονται με τις εκτελεστικές λειτουργίες», ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης δρ Naja Ferjan Ramirez. «Άρα η ταυτόχρονη εκμάθηση δυο γλωσσών δεν διαμορφώνει απλά τον λόγο του παιδιού αλλά και τις γνωστικές επιδόσεις του».
Η Patricia Kuhl που επίσης υπογράφει τη μελέτη πρόσθεσε: «Τα μωρά που άκουγαν μία γλώσσα έδειξαν μειωμένη αντίληψη των ήχων. Αλλά αυτά που άκουγαν δύο γλώσσες φαίνεται πως ήταν πιο “ανοιχτά”στους ήχους των γλωσσών κάτι που εξασκεί στον εγκέφαλό τους».
Η λευκή ουσία
Η έρευνα στηρίχθηκε σε μια μακρά λίστα προηγούμενων ευρημάτων που εξέτασαν τη δύναμη του εγκεφάλου των δίγλωσσων παιδιών.
Το 2015 ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Kent διαπίστωσαν ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας από την ηλικία των 10 ετών και μετά μπορεί να αλλάξει λευκή ουσία του εγκεφάλου. Εξετάστηκαν τομογραφίες εγκεφάλων από 20 άτομα, όλα γύρω από την ηλικία των 30 ετών που είχαν ζήσει στη Βρετανία για τουλάχιστον 13 μήνες και είχαν ξεκινήσει να μαθαίνουν αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα από την ηλικία 10.
Οι απεικονίσεις των εγκεφάλων συγκρίθηκαν με 25 άλλες ατόμων ίδιας ηλικίας που μιλούσαν μόνο αγγλικά και έδειξαν ότι ορισμένες δομές ήταν πιο αναπτυγμένες. Επικεφαλής αυτής της μελέτης ήταν ο Έλληνας ερευνητής Χρήστος Πλιάτσικας από το School of Psychology του Kent.
Να σημειωθεί τέλος, ότι η εκμάθηση ξένης γλώσσας, ακόμα κι όταν γίνεται πολύ μετά την ενηλικίωση, φαίνεται ότι ωφελεί την λειτουργία του εγκεφάλου και προστατεύει από την άνοια και τη νόσο Αλτσχάιμερ.