Από 3-8% των εγκύων γυναικών εκδηλώνουν διαβήτη κύησης, δηλαδή διαβήτη που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ προηγουμένως δεν είχαν. Οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι για τις γυναίκες 25 ετών και άνω, με οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, οι οποίες έχουν ήδη γεννήσει μωρό βάρους άνω των 4 κιλών ή νεκρό έμβρυο, ή που είναι υπέρβαρες.
Ο διαβήτης κύησης συνήθως εκδηλώνεται το τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Ίσως ενεργοποιείται από τις ορμόνες που παράγονται από τον πλακούντα οι οποίες παρεμποδίζουν τη δράση της ινσουλίνης της μητέρας. Επίσης, μια πρόσφατη μελέτη βρήκε ότι η υπερβολική πρόσληψη σιδήρου μέσω συμπληρωμάτων συνδέεται με τον διαβήτη κύησης.
Για να επανέλθουν τα επίπεδα σακχάρου σε φυσιολογικές τιμές στο αίμα, συχνά απαιτείται συγκεκριμένη διατροφή ή αγωγή με ινσουλίνη.
Ο διαβήτης κύησης συνήθως εξαφανίζεται μετά τη γέννα, αλλά μερικές γυναίκες εκδηλώνουν διαβήτη τύπου 2 αργότερα, το πιθανότερο 5-10 χρόνια μετά την εγκυμοσύνη. Ακόμα, μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος εμφάνισης άλλων παθήσεων που συνήθως συσχετίζονται με τον διαβήτη τύπου 2, όπως η υπέρταση και οι καρδιακές παθήσεις. Γι’ αυτό το λόγο, οι γυναίκες με διαβήτη κύησης πρέπει να κάνουν τη δοκιμασία ανοχής στη λήψη γλυκόζης από το στόμα μέσα στους τρεις πρώτους μήνες μετά τη γέννα και να συνεχίσουν να ελέγχουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.
Επειδή τα όργανα του μωρού είναι ήδη σχηματισμένα τη στιγμή που εκδηλώνεται ο διαβήτης κύησης, μέχρι πρόσφατα πιστευόταν ότι ο διαβήτης κύησης δεν αποτελούσε ιδιαίτερα σοβαρό κίνδυνο για το μωρό, σε αντίθεση με τις παρενέργειες που μπορεί να προκαλέσει ο διαβήτης τύπου 2 όταν υπάρχει πριν από τη σύλληψη.
Είναι ωστόσο γνωστά εδώ και καιρό ορισμένα προβλήματα: Πρώτον, το μωρό μπορεί να είναι υπερβολικά μεγάλο σε μέγεθος και αυτό αυξάνει τις πιθανότητες να χρειαστεί καισαρική ή να είναι η γέννα πρόωρη. Δεύτερον, τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες με διαβήτη κύησης έχουν υψηλότερο δείκτη υπογλυκαιμίας αμέσως μετά τη γέννα. Επίσης, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2014 βρήκε ότι αυξάνεται η πιθανότητα για εμφάνιση διαβήτη αργότερα στο παιδί.
Οι επιπλοκές
Τα τελευταία χρόνια όμως, όλο και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι οι επιπλοκές μπορεί να είναι πιο σοβαρές από αυτές που πιστευόταν.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetologia μια γαλλική μελέτη η οποία βρήκε ότι υπάρχει σημαντικά αυξημένος κίνδυνος παρενεργειών, όταν υπάρχει διαβήτης κύησης συμπεριλαμβανομένου του νεογνικού θανάτου.
Ερευνητές του Νοσοκομείου Pitié-Salpêtrière, με επικεφαλής την Σοφί Ζακμινετ, μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν 796.346 γεννήσεις που είχαν καταγραφεί στη Γαλλία το 2012. Στο δείγμα περιλαμβάνονταν 57.629 γυναίκες με διαβήτη κύησης (περίπου το 7%).
Η μελέτη επιβεβαίωσε ότι ο κίνδυνος παρενεργειών ήταν 2-4 φορές υψηλότερος για τα βρέφη των γυναικών που έπασχαν από διαβήτη τύπου 2 πριν την εγκυμοσύνη, συγκριτικά με όσες είχαν παρουσιάσει απλώς διαβήτη κύησης.
Αλλά και όταν είχε εμφανιστεί απλώς διαβήτης κύησης, υπήρχε αυξημένος κίνδυνος διαφόρων επιπλοκών, όπως:
- Πρόωρου τοκετού 30%,
- Καισαρικής τομής 40%,
- Προεκλαμψίας / εκλαμψίας 70%,
- Μακροσωμία 80%,
- Αναπνευστική δυσφορία 10%,
- Γεννητικό τραύμα 30%
- Καρδιακές δυσπλασίες 30%
Οι παραπάνω παρενέργειες αφορούσαν τόσο τις γυναίκες που λάμβαναν ινσουλίνη όσο και αυτές που έκαναν κατάλληλη διατροφή για τον έλεγχο του διαβήτη κύησης. Αλλά ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος για τις γυναίκες που λάμβαναν ινσουλίνη κι αυτό διότι στην περίπτωση αυτή ο διαβήτης βρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο.
«Η μελέτη αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι ο διαβήτης κύησης είναι μια πάθηση που σχετίζεται με αρνητικά αποτελέσματα κατά την εγκυμοσύνη και μάλιστα για όσες γυναίκες χρειάζεται να πάρουν ινσουλίνη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνη. Ελπίζουμε υπό το φως των νέων αυτών δεδομένων να υπάρξει μια καλύτερη διαχείριση της συγκεκριμένης πάθησης με το στόχο την μητέρα και το παιδί», ανέφεραν οι ερευνητές.
Διάγνωση για διαβήτη κύησης
Η διάγνωση του διαβήτη κύησης γίνεται με μια εξέταση στο αίμα. Πρόκειται για μια ανάλυση ανοχής στη λήψη γλυκόζης από το στόμα που γίνεται συνήθως από την 24η μέχρι την 28η βδομάδα της εγκυμοσύνης, ή και νωρίτερα αν είχε εκδηλωθεί διαβήτης κύησης σε προηγούμενη εγκυμοσύνη. Η εξέταση αυτή μπορεί να δείξει την ύπαρξη ή όχι αυτού του προβλήματος.
Αν το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα είναι 140 mg /dl ή μεγαλύτερο μία ώρα μετά τη λήψη 50 γραμμαρίων γλυκόζης, υπάρχουν υποψίες για διαβήτη. Αυτό το αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται αργότερα με μια δεύτερη εξέταση, στην οποία η έγκυος γυναίκα λαμβάνει 100 γραμμάρια γλυκόζης και κάνει μια διαφορετική εξέταση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Ωστόσο, δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με τα βέλτιστα κριτήρια εξέτασης και διάγνωσης του διαβήτη κύησης.
Για τον αυστηρό έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα οτη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ίσως αρκεί να ακολουθήσετε ένα πρόγραμμα υγιεινής διατροφής και άσκησης. Στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης όμως, η έλλειψη ανταπόκρισης στην ινσουλίνη τείνει να αυξηθεί. Αν το επίπεδο σακχάρου στο αίμα πριν από ένα γεύμα είναι μεγαλύτερο από 105 mg/dl, ίσως ο γιατρός σας να συστήσει τη λήψη ινσουλίνης.