Οι στατίνες, τα φάρμακα που ρίχνουν τη χοληστερόλη (χοληστερίνη) δεν έχουν εγκριθεί για χρήση σε έγκυες γυναίκες από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) επειδή μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στο έμβρυο.
Έχει αποδειχτεί ότι οι στατίνες προκαλούν δυσπλασίες στα έμβρυα πειραματόζωων (κυρίως σε κουνέλια και ποντίκια) και γι’ αυτό οι γιατροί δεν τις χορηγούν εύκολα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας καθώς μπορούν να μείνουν ανεπάντεχα έγκυες – υπολογίζεται ότι οι μισές εγκυμοσύνες σήμερα είναι απρογραμμάτιστες.
Είναι δύσκολο ένας γιατρός να προτείνει στατίνες σε μια γυναίκα 30-35 χρονών εκτός κι αν έχει πολύ αυξημένα επίπεδα LDL χοληστερόλης ή ένα εντυπωσιακό οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου.
Ένας άλλος λόγος που μέχρι τώρα οι γιατροί έχουν αποφύγει τη συνταγογράφηση στατινών κατά την εγκυμοσύνη είναι επειδή τα επίπεδα της χοληστερίνης τείνουν να αυξάνονται φυσιολογικά στην εγκυμοσύνη, υποδεικνύοντας έτσι ότι η χοληστερίνη μπορεί να χρειάζεται για την ανάπτυξη του εμβρύου. Η μείωση και μόνο της χοληστερίνης που προκαλούν τα φάρμακα αυτά θα μπορούσε να είναι επιβλαβής για το έμβρυο, ανεξάρτητα από άλλες πιθανές παρενέργειες καθώς διασχίζουν τον πλακούντα.
Σημειώνεται ότι οι περισσότερες γυναίκες έχουν συνολικό επίπεδο χοληστερίνης περίπου 170 mg/dL πριν από την εγκυμοσύνη. Αυτό κυμαίνεται μεταξύ 175 και 200 στην αρχή της κύησης και περίπου σε 250 στο τελευταίο στάδιο.
Οι μελέτες
Δεν υπάρχουν πολλές μελέτες για τις ενδεχόμενες παρενέργειες των στατινών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Το 2013, ερευνητές από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών (NIH) διαπίστωσαν ότι η χρήση στατινών στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης σχετίζεται με σοβαρά ελαττώματα του κεντρικού νευρικού συστήματος και παραμορφώσεις των άκρων. Αυτά τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν σε ένα γράμμα που στάλθηκε στο περιοδικό New England Journal of Medicine, στις 8 Απριλίου του 2013. Δεν επρόκειτο για μελέτη αλλά για αναφερθείσες περιπτώσεις από γυναίκες στην FDA.
Σε μια επιδημιολογική μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2015, οι ερευνητές βρήκαν ότι οι στατίνες συνδέονται λίγο με τερατογενέσεις (Statins and congenital malformations: cohort study). Ο Bateman και συνεργάτες του περιέλαβαν στην ανάλυσή τους μια μεγάλη ομάδα γυναικών ηλικίας 12-55 ετών από τις ΗΠΑ οι οποίες είχαν εγγραφεί στο πρόγραμμα Medicaid μεταξύ των ετών 2000 και 2007. Καταγράφηκαν 886.996 εγκυμοσύνες που έληξαν με ένα νεογέννητο βρέφος.
Από αυτές τις γυναίκες, οι 1.152 (το 13%) χρησιμοποίησαν στατίνες κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης. Οι γενετικές ανωμαλίες στους απογόνους αυτών των γυναικών ήταν 6,3% σε σύγκριση με 3,5% στις γυναίκες που δεν έλαβαν στατίνη, μια αύξηση κατά 79%. Αλλά όταν οι ερευνητές έλαβαν υπόψη και άλλους παράγοντες κινδύνου, και κυρίως τον διαβήτη που αύξανε τον κίνδυνο τερατογένεσης κατά 34%, η διαφορά μεταξύ των δύο πληθυσμών ήταν πολύ μικρότερη με το συνολικό κίνδυνο να αυξάνεται μόνο κατά 7%. Η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στατίνη σ’ αυτή τη μελέτη ήταν η ατορβαστατίνη (538 γυναίκες).
To 2016, στα πλαίσια μιας συστηματικής ανασκόπησης συμπεριλήφθηκαν 16 κλινικές μελέτες. Τα ευρήματα αυτής της μετα-ανάλυσης η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Lipidology δεν έδειξαν σαφή σχέση συγγενών ανωμαλιών και χρήσης στατινών κατά την εγκυμοσύνη. Οι συγγραφείς είπαν ότι πιθανόν οι στατίνες να μην είναι τερατογόνες αλλά μέχρι να υπάρξουν περισσότερες πληροφορίες πρέπει να αποφεύγονται κατά τη διάρκεια της κύησης.
Πάντως, μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2016 βρήκε ότι στατίνες θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια επιπλοκή της εγκυμοσύνης, την προεκλαμψία.