Για πρώτη φορά το 2016 οι ερευνητές συνέδεσαν την ψωρίαση με τον κίνδυνο εκτεταμένης οστικής απώλειας και περιέγραψαν πώς η κυτοκίνη IL-17 δρα ως αγγελιοφόρος μεταξύ του δέρματος και των οστών. Φάρμακα όπως οι αναστολείς της IL-17, που ήδη κυκλοφορούν στην αγορά, θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη φλεγμονή του δέρματος και τη σχετική απώλεια οστού.
Ερευνητές με επικεφαλής τον Erwin Wagner από το Spanish National Cancer Research Centre, ανακάλυψαν ότι οι ασθενείς με ψωρίαση εμφανίζουν εκτεταμένη απώλεια οστικής μάζας ως αποτέλεσμα της ασθένειας. Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Translational Medicine, περιέγραψε τη μοριακή επικοινωνία που δημιουργείται μεταξύ της ψωρίασης και της απώλειας οστικής μάζας.
Η ψωρίαση είναι μια χρόνια αυτοάνοση διαταραχή που πλήττει το 2% του παγκόσμιου πληθυσμού. Χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και μεγαλύτερη από το φυσιολογική αναπαραγωγή των κυττάρων του δέρματος. Συνοδεύεται από συννοσηρότητες όπως είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μεταβολικό σύνδρομο, η παχυσαρκία, ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις ακόμα και ορισμένοι καρκίνοι.
“Έχουμε διαπιστώσει ότι η ψωρίαση προκαλεί την εκτεταμένη και προοδευτική απώλεια της οστικής μάζας”, ανέφερε ο ερευνητής Özge Uluçkan, ο οποίος συμμετείχε στη μελέτη. “Δεν υπάρχει ενεργή καταστροφή του οστού αλλά κατά τη διάρκεια του κύκλου αναγέννησης των οστών, το οστό δεν σχηματίζεται με την απαραίτητη ταχύτητα για να αντικαταστήσει αυτό που χάνεται και επομένως η οστική μάζα των ασθενών μειώνεται με την πάροδο του χρόνου”.
Η διαδικασία λαμβάνει χώρα με τη βοήθεια ενός μηχανισμού που παρουσιάστηκε σε αυτή τη μελέτη. Ο μηχανισμός αναστέλλει τη δραστηριότητα των οστεοβλαστών, των κυττάρων που παράγουν τα οστά.
IL-17 και οστεοπόρωση
Σε μια προηγούμενη μελέτη (Meixner et al., Nat Cell Biol, 2008), η ομάδα του Erwin Wagner δημιούργησε ένα μοντέλο ποντικιών όπου είχε αφαιρεθεί το γονίδιο JunB στα κερατινοκύτταρα – τα κύτταρα που σχηματίζουν την επιδερμίδα – το οποίο μιμείται αυτό που συμβαίνει κατά τη διάρκεια δερματικών φλεγμονωδών διαταραχών σε ανθρώπους. Παρατήρησαν ότι τα μεταλλαγμένα ποντίκια έπασχαν από οστική απώλεια.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα ανοσοκύτταρα στο δέρμα αυτών των ποντικιών παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες της κυτοκίνης IL-17, μιας πρωτεΐνης του ανοσοποιητικού συστήματος που ενεργοποιεί την κυτταρική φλεγμονή. Η IL-17 ταξιδεύει μέσω της κυκλοφορίας του αίματος στα οστά. Μόλις αυτή η πρωτεΐνη δράσει στους οστεοβλάστες αναστέλλει τη δραστηριότητά τους.
Ένα δεύτερο μοντέλο ποντικιών, όπου προκλήθηκε υπερέκφραση της κυτοκίνης IL-17 στο δέρμα, επέφερε επίσης οστική απώλεια και έδειξε ότι η απορρύθμιση της πρωτεΐνης είναι επαρκής για να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια οι ερευνητές ανέλυσαν 100 οστικά ανθρώπινα δείγματα χρησιμοποιώντας την υπολογιστική τομογραφία υψηλής ανάλυσης (XtremeCT), συγκρίνοντας ασθενείς με ψωρίαση και φυσιολογικά άτομα. Οι ασθενείς με ψωρίαση είχαν απώλεια οστού σε σύγκριση με υγιείς ανθρώπους και αυτό συσχετίστηκε με αυξημένα επίπεδα κυτοκίνης IL-17A στο αίμα.
Αυτές οι παρατηρήσεις υποδεικνύουν ότι οι ασθενείς με ψωρίαση θα πρέπει να παρακολουθούνται για την πρόληψη της οστεοπόρωσης.
“Η θεραπεία των ασθενών με ψωρίαση με αναστολείς της IL-17 θα μπορούσε να έχει ευεργετική επίδραση στην απώλεια οστικής μάζας, σε αντίθεση με άλλα φάρμακα που μποούν να επηρεάσουν μόνο τη φλεγμονή του δέρματος”, είπε ο Uluçkan.
Τα ευρήματα αυτής της μελέτης θα μπορούσαν επίσης να έχουν επιπτώσεις για άλλες αυτοάνοσες διαταραχές. Η IL-17 έχει γίνει ένα σημείο εστίασης για τη διερεύνηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Η παραγωγή αυτού του μορίου σχετίζεται όχι μόνο με την ψωρίαση, αλλά και με άλλες ασθένειες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Το 2016, μια άλλη μελέτη εξέτασε 43 άτομα με ψωρίαση και 41 άτομα χωρίς ψωρίαση. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν κάτω από την ηλικία των 50 ετών και καμία από τις γυναίκες δεν είχε εισέλθει στην εμμηνόπαυση. Οι ερευνητές αξιολόγησαν έναν αριθμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων βιταμίνης D, και μέτρησαν την οστική πυκνότητα τους. Διαπίστωσαν ότι η ομάδα της ψωρίασης είχε χαμηλότερη οστική πυκνότητα από το μηριαίο και το οσφυϊκό τμήμα της σπονδυλικής στήλης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, και αυτό ήταν πιο εμφανές στις γυναίκες.