Τα παιδιά που λαμβάνουν παρακεταμόλη κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της ζωής τους ενδέχεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης άσθματος έως την ηλικία των 18 ετών. Η σύνδεση μεταξύ χρήσης παρακεταμόλης και άσθματος φαίνεται είναι ισχυρότερη για εκείνους που έχουν μια συγκεκριμένη παραλλαγή του γονιδίου της γλουταθειόνης S-τρανσφεράσης (GST), το GSTP1. Η νέα έρευνα παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, στο Παρίσι.
Πάντως, η έρευνα έδειξε μόνο ότι υπάρχει στατιστική σύνδεση μεταξύ παρακεταμόλης και άσθματος. Δεν είχε τη δυνατότητα να δείξει ότι πράγματι η παρακεταμόλη προκάλεσε την πάθηση. Η πραγματική αιτία μπορεί να είναι οι λοιμώξεις για τις οποίες χορηγήθηκε η παρακεταμόλη.
Απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα. Μια άλλη παραλλαγή του γονιδίου GST, το GSTM1, συνδέθηκε με μειωμένη πνευμονική λειτουργία, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Τα γονίδια GST δίνουν οδηγίες για την παρασκευή ενζύμων και τελικά παράγεται από τον οργανισμό ένα σημαντικό αντιοξειδωτικό που ονομάζεται γλουταθειόνη. Με τη σειρά της, η γλουταθειόνη προστατεύει το σώμα από τις οξειδώσεις και την επίδραση της έκθεσης σε τοξίνες διαφόρων οργάνων συμπεριλαμβανομένων των πνευμόνων. Αυτός ο μηχανισμός βοηθά στην αποφυγή βλαβών και φλεγμονών.
“Η παρακεταμόλη καταναλώνει γλουταθειόνη, μειώνοντας την ικανότητα του οργανισμού να αντιμετωπίζει την τοξική έκθεση”, δήλωσε η Xin Dai, υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης στην Αυστραλία.
Παρακεταμόλη και άσθμα
Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, με επικεφαλής την Xin Dai, παρουσίασαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία υπάρχει σχέση μεταξύ άσθματος και παρακεταμόλης ειδικά στα παιδιά με τη μετάλλαξη GSTP1.
“Η παρακεταμόλη καταναλώνει γλουταθειόνη μειώνοντας την ικανότητα του οργανισμού να αντιμετωπίσει την έκθεση σε τοξικό παράγοντα. Υποθέσαμε λοιπόν ότι τα άτομα που δεν έχουν πλήρη δραστηριότητα του ενζύμου GST, λόγω γενετικών μεταλλάξεων ή απαλοιφών, μπορεί να είναι επιρρεπή σε παρενέργειες στους πνεύμονες από τη χρήση της παρακεταμπόλης”, εξήγησε η ερευνήτρια.
Η επιστημονική ομάδα εστίασε σε 620 παιδιά που είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση από τη γέννηση έως και την ηλικία των 18 ετών, στο πλαίσιο της μελέτης Melbourne Atopy Cohort Study. Για την επιλογή τους είχε παίξει ρόλο το γεγονός ότι είχαν τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας τους με άσθμα, έκζεμα, αλλεργία στη γύρη ή τροφική αλλεργία.
Μετά την γέννηση των παιδιών μια νοσοκόμα επισκεπτόταν την οικογένεια ανά τέσσερις εβδομάδες για τους πρώτους 15 μήνες και έπειτα στους 18 μήνες στους 24 μήνες, για να καταγράψει πόσες ημέρες την εβδομάδα το παιδί είχε λάβει παρακεταμόλη.
Όταν πια τα παιδιά έγιναν 18 ετών, έδωσαν δείγμα σάλιου ή αίματος, το οποίο ελέγχθηκε για τις μεταλλάξεις του γονιδίου GST: GSTT1, GSTM1 and GSTP1. Επίσης αξιολογήθηκαν ως προς το άσθμα και υποβλήθηκαν σε σπιρομέτρηση.
Η μετάλλαξη GSTP1 Ile/Ile, που αφορά το αμινοξύ ισολευκίνη (Ile) και έχει κληρονομηθεί και από τους δυο γονείς, συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος.
«Τα παιδιά με τη μετάλλαξη GSTP1 Ile/Ile είχαν 80% μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος μέχρι την ηλικία των 18 ετών για κάθε διπλασιασμό των ημερών έκθεσης στην παρακεταμόλη, όταν συγκρίθηκαν με παιδιά που είχαν εκτεθεί λιγότερο στην αναλγητική ουσία. Αντίθετα, η αύξηση της έκθεσης στην παρακεταμόλη στα παιδιά με άλλους τύπους του GSTP1 δεν τροποποιούσε τον κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος», σύμφωνα με την Xin Dai.
Οι ερευνητές εντόπισαν και επιδράσεις στα παιδιά των οποίων η μετάλλαξη στο GSTP1 κατά το ένα μέρος δεν ήταν λειτουργική. Σε αυτά η αύξηση της χρήσης παρακεταμόλης σχετίστηκε με μικρή αλλά σημαντική μείωση της ποσότητας του αέρα που μπορούσαν να εκπνεύσουν γρήγορα σε ένα δευτερόλεπτο, σε ηλικία 18 ετών.
Η Xin Dai κατέληξε: “Τελικά, η μελέτη μας παρέχει περισσότερα στοιχεία ότι η παρακεταμόλη κατά τη βρεφική ηλικία μπορεί να έχει παρενέργειες στην αναπνευστική υγεία των παιδιών, και ειδικά εκείνων με συγκεκριμένο γενετικό προφίλ και μπορεί πιθανόν να είναι αιτία άσθματος. Αλλά σε κάθε περίπτωση αυτά τα ευρήματα θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από άλλες μελέτες και να γίνει καλύτερα κατανοητή η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών πριν εκδοθούν νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη χρήση της παρακεταμόλης στα παιδιά”.
Αιτία ή απλή στατιστική συσχέτιση;
Ο καθηγητής Guy Brusselle, από το Πανεπιστήμιο της Γάνδης του Βελγίου και πρόεδρος του Συμβουλίου Επιστημών της Ευρωπαϊκής Αναπνευστικής Εταιρείας, σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, υποστήριξε ότι η σχέση μεταξύ παρακεταμόλης και αναπνευστικής ανάπτυξης πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω.
O Brusselle είπε: “H συσχέτιση μπορεί να οφείλεται σε συγχυτικούς παράγοντες, όπως λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος που προκαλούνται από ιούς κατά την παιδική ηλικία, οι οποίοι υποβάλλονται σε θεραπεία με παρακεταμόλη και έχουν συνδεθεί με άσθμα”.