Mάστιγα αποτελούν τα αγγειακά νοσήματα, καθώς έχουν σχεδόν τον ίδιο επιπολασμό με τον καρκίνο και τις καρδιοπάθειες. Τα πιο επικίνδυνα από τα νοσήματα αυτά είναι το ανεύρυσμα και η φλεβική θρόμβωση, που έχουν υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας. Το ανεύρυσμα αποτελεί τη 12η αιτία ξαφνικού θανάτου, ενώ η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος είναι η 10η αιτία θανάτου.
Τα παραπάνω επισήμανε ο καθηγητής Αγγειοχειρουργικής, διευθυντής της Αγγειοχειρουργικής Κλινικής του ΑΧΕΠΑ, Κυριάκος Κτενίδης, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με αφορμή την οργάνωση της διημερίδας “Αγγειακές Ημέρες ΑΧΕΠΑ 2018” η οποία διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη και έχει ως κύρια θεματολογία την ανευρυσματική νόσο και τις μη αθηρωματικές αγγειοπάθειες.
Ανευρύσματα
Τα ανευρύσματα διακρίνονται σε εγκεφάλου, αορτής και περιφερικά αποτελώντας πολύ σημαντική αγγειακή νόσο. Όπως ανέφερε ο κ. Κτενίδης το αορτικό ανεύρυσμα είναι το συχνότερο και το πλέον επικίνδυνο για τους ασθενείς. Η φυσική εξέλιξη του ανευρύσματος αορτής, αν δεν υπάρξει αγγειοχειρουργική παρέμβαση, οδηγεί στο 40-60% των ασθενών σε ρήξη εντός δύο ετών μετά την διάγνωση. Σε περίπτωση ρήξης περίπου οι μισοί ασθενείς πεθαίνουν πριν προλάβουν να φτάσουν στο νοσοκομείο, ενώ από αυτούς που φτάνουν εν ζωή στο νοσοκομείο οι μισοί δεν επιζούν μετά το μείζον χειρουργείο, ως αποτέλεσμα μετεγχειρητικών επιπλοκών, γιατί χειρουργούνται εκτάκτως και χωρίς προετοιμασία.
“Έγκυρες επιδημιολογικές μελέτες βεβαιώνουν ότι οι βασικοί παράγοντες για τη συχνότερη εμφάνιση του αορτικού ανευρύσματος είναι το ανδρικό φύλο, η προχωρημένη ηλικία, το κάπνισμα, η αρτηριακή υπέρταση και η υπερχοληστερολαιμια. Βασικός παθογενετικός παράγοντας φαίνεται να είναι η οικογενειακή προδιάθεση, δηλαδή η κληρονομικότητα. Η κατάσταση επιβαρύνεται εάν υπάρχουν άτομα της ίδιας οικογένειας που παρουσιάζουν αυτούς τους παράγοντες κινδύνου. Παρόμοια είναι και η αιτιοπαθογένεση του ανευρύσματος του εγκεφάλου όπου η κληρονομικότητα παίζει το βασικό ρόλο. Επιτακτική είναι η ανάγκη για τον έλεγχο των μελών της οικογένειας” ανέφερε ο κ. Κτενίδης.
Οι θεραπευτικές επιλογές για τα ανευρύσματα είναι η παρακολούθηση και η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής σε μικρά ανευρύσματα και η χειρουργική επέμβαση σε μεγαλύτερου μεγέθους ανευρύσματα που απειλούν τον ασθενή με ρήξη και άλλες επιπλοκές, επισήμανε ο κ. Κτενίδης. Η απόφαση εξαρτάται από το μέγεθος και ποσό γρήγορα αυξάνεται αυτό. Σε γενικές γραμμές, μικρά ανευρύσματα (διαμέτρου περίπου 4 εκατοστών) αντιμετωπίζονται συντηρητικά με παρακολούθηση και ρύθμιση των παραγόντων κινδύνου, καθώς ο κίνδυνος της χειρουργικής επέμβασης είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο ρήξης. Σημαντική είναι και η μορφολογία του ανευρύσματος άλλα και κάποιοι άλλοι εξειδικευμένοι παράγοντες που γνωρίζουν μόνο οι ειδικοί.
“Η παρακολούθηση του ανευρύσματος γίνεται με απεικονιστικές εξετάσεις, συνήθως κάθε έξι έως 12 μήνες. Τα μετρίου μεγέθους ανευρύσματα (διαμέτρου περίπου 4 έως 5 εκατοστών) αποτελούν περιπτώσεις στις οποίες θα χρειαστεί να συζητηθούν τα οφέλη και οι κίνδυνοι της εγχείρησης και να ληφθεί μια απόφαση από κοινού με τον γιατρό. Τα μεγάλα ανευρύσματα (με διάμετρο μεγαλύτερων των 5 εκατοστών) ή αυτά που αυξάνονται σε μέγεθος με γρήγρορους ρυθμούς (άνω των 0,5 εκατοστών σε έξι μήνες) θα χρειαστούν κατά πάσα πιθανότητα χειρουργική επέμβαση” πρόσθεσε ο κ. Κτενίδης.
Παράλληλα επισήμανε ότι χάρη στην αλματώδη τεχνολογική εξέλιξη, η χειρουργική επέμβαση του ανευρύσματος απλοποιήθηκε και σήμερα οι ασθενείς χειρουργούνται τις περισσότερες φορές με τη σύγχρονη ενδοαγγειακή τεχνική, χωρίς την αναγκαιότητα διάνοιξης της θωρακικής και κοιλιακής κοιλότητας. “Αυτό σημαίνει ασύγκριτα λιγότερη επιβάρυνση για τον ασθενή.
Φλεβική θρόμβωση
Η φλεβική θρόμβωση ή θρομβοφλεβίτιδα είναι μία ακόμη αγγειακή νόσος που μπορεί να φαίνεται ακίνδυνη λόγω των τοπικών συμπτωμάτων όπως η ερυθρότητα, η ευαισθησία στην πίεση και το οίδημα, αλλά είναι άκρως απειλητική για τον ασθενή.
Σύμφωνα με τον κ. Κτενίδη η θρομβοφλεβίτιδα μπορεί να οδηγήσει σε εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, καθώς και σε πνευμονική εμβολή. Σε ποσοστό έως 25% των ασθενών με φλεβική θρόμβωση, συνυπάρχει η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και σε ποσοστό έως 40% των ασθενών συνυπάρχει η πνευμονική εμβολή, ενώ σε έως 15% των ασθενών αναπτύσσεται επέκταση θρόμβου στο εν τω βάθει φλεβικό δίκτυο. Η φλεβική θρόμβωση συναντάται στο 3-11% του γενικού πληθυσμού, ενώ σε ασθενείς με φλεβικούς κιρσούς η συχνότητά της ανέρχεται στο 50%. Υπολογίζεται ότι το 40% των γυναικών έχει σε κάποιο βαθμό κιρσούς, ενώ ευρυαγγείες έχει το 80-90%. Στους άνδρες η συχνότητα είναι πολύ μικρότερη (30-35%).
Προδιαθεσικοί παράγοντες για τη φλεβική θρόμβωση είναι η παρατεταμένη ακινησία (στο κρεβάτι, σε πολύωρη πτήση, σε ιδιαίτερα καθιστική εργασία), ο καρκίνος, η λήψη οιστρογόνων, τα αυτοάνοσα νοσήματα (οζώδης πολυαρτηρίτιδα, ερυθηματώδης λύκος κ.α.), οι κιρσοί των κάτω άκρων, μετεγχειρητικές καταστάσεις, εγκαύματα, λοιμώξεις του δέρματος, χρόνια νοσήματα, λήψη κορκικοστεροειδών κ.α.
“Η αντιμετώπιση της φλεβικής θρόμβωσης είναι κυρίως συντηρητική. Σημαντική είναι η χορήγηση κατάλληλης και επαρκούς αντιθρομβωτικής αγωγής όπως η αγωγή με ηπαρίνη ή φονταπαρινόξη. Άλλα θεραπευτικά μέσα είναι η χρήση καλτσών διαβαθμισμένης συμπίεσης προσωρινή ακινητοποίηση και η κατά περίπτωση ακινητοποίηση, η ανύψωση του πάσχοντος σκέλους” ανέφερε ο κ. Κτενίδης