Πολλά αυτιστικά άτομα έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά όπως: γέννηση με καισαρική τομή, μειωμένο χρόνο μητρικού θηλασμού, αυξημένη λήψη αντιβιοτικών νωρίς στη ζωή, χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών από τη μητέρα και το παιδί. Αυτοί οι παράγοντες συνδέονται σε χαμηλή διαφοροποίηση του εντερικού μικροβιώματος.
Τώρα μια νέα μελέτη βρήκε ότι η τροποποίηση του εντερικού μικροβιώματος μπορεί να αποτελεί ένα είδος θεραπείας των διαταραχών του φάσματος του αυτισμού. Η θεραπεία αφορά στη μεταμόσχευση κοπράνων, κάτι που βελτιώνει την κατάσταση του γαστρεντερικού συστήματος και ενισχύει την βιοποικιλότητα του εντέρου προάγοντας την συνολική υγεία.
Πρόκειται για μια επαναστατική θεραπεία που εφαρμόστηκε από ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνα και δημοσιεύθηκε στο Scientific Reports.
Επί του παρόντος, οι τρόποι θεραπευτικής αντιμετώπισης του αυτισμού περιλαμβάνουν τη συμπεριφορική θεραπεία και λογοθεραπεία, καθώς τη και λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή εφαρμογή ορισμένων διατροφικών οδηγιών. Σε ό,τι αφορά όμως τη αντιμετώπιση του κύριων συμπτωμάτων της νόσου όπως η δυσκολία κοινωνικής επαφής και οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία.
Εντερικό μικροβίωμα και μεταμόσχευση κοπράνων
Οι ερευνητές στράφηκαν στο εντερικό μικροβίωμα καθώς υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι επηρεάζει την επικοινωνία των νευρώνων του εγκεφάλου.
Η υπό μελέτη θεραπευτική τεχνική, που ονομάζεται Microbiota Transfer Therapy, είναι μια μεταμόσχευση κοπράνων, που δοκιμάστηκε αρχικά από τον Αυστραλό γαστρεντερολόγο Thomas Borody. Το πρωτόκολλο περιλαμβάνει 10 εβδομάδες θεραπείας, συμπεριλαμβανομένης μιας προκαταρκτικής θεραπείας με βανκομυκίνη -ένα ισχυρό αντιβιοτικό ύστατης καταφυγής- καθαρισμό του γαστρεντερικού σωλήνα, λήψη αντιόξινων φαρμάκων και καθημερινή μεταμόσχευση εντερικού μικροβιώματος για 7-10 εβδομάδες. Τα ευρήματα της αρχικής έρευνας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Microbiome το 2017 και έδειξαν ότι η θεραπεία αυτή ήταν ελπιδοφόρος για την βελτίωση των εντερικών προβλημάτων και των συμπτωμάτων του αυτισμού.
Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι τα οφέλη στην περίπτωση του αυτισμού εκτείνονται σε βάθος χρόνου που φτάνει τα δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας. Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι η μείωση των κύριων συμπτωμάτων του αυτισμού (ομιλία, κοινωνική αλληλεπίδραση και συμπεριφορά) ήταν της τάξεως του 45% δυο χρόνια μετά τη θεραπεία.
Κατά την έναρξη της θεραπείας, το 83% των παιδιών είχαν χαρακτηριστεί με «σοβαρό» αυτισμό, ενώ στο τέλος της έρευνας το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί σε 17%. Επίσης στο τέλος της έρευνας, το 39% χαρακτηρίστηκε ως «ήπιος/μέτριος» αυτισμός και το 44% των παιδιών ήταν κάτω από το όριο των ήπιων αυτιστικών διαταραχών.