Η πρόβλεψη της καρδιακής προσβολής, της καρδιακής ανεπάρκειας ή ενός εγκεφαλικού θα μπορούσε να είναι τόσο εύκολη όσο μια εξέταση των επιπέδων τροπονίνης στο αίμα, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Circulation της American Heart Association.
Το τεστ τροπονίνης χρησιμοποιείται ήδη για να βοηθήσει τους γιατρούς να διαγνώσουν καρδιακές προσβολές σε άτομα που έρχονται στο νοσοκομείο με πόνο στο στήθος ή άλλα συμπτώματα. Περιλαμβάνει την ανάλυση δειγμάτων αίματος για συγκεκριμένες πρωτεΐνες που απελευθερώνονται από τον καρδιακό μυ όταν έχει υποστεί βλάβη.
Τα τελευταία χρόνια, αυτές οι εξετάσεις έχουν γίνει τόσο εξευγενισμένες που μπορούν να ανιχνεύσουν πολύ χαμηλά επίπεδα των πρωτεϊνών, γνωστών ως τροπονίνες.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα τροπονίνης σε υγιείς μεσήλικες και ηλικιωμένους θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόβλεψη του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων.
«Διαπιστώνουμε είναι ότι αυτές οι εξετάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο γενικό πληθυσμό για να μας δώσουν πληροφορίες σχετικά με το ποιος είναι πιθανότερο να έχει ένα μελλοντικό πρόβλημα, είτε πρόκειται για καρδιακή προσβολή είτε για εγκεφαλικό επεισόδιο είτε για καρδιακή ανεπάρκεια», δήλωσε η Δρ. Christie Ballantyne, καρδιολόγος στο Baylor College of Medicine, στο Χιούστον.
Οι ερευνητές εξέτασαν μια ομάδα 8.121 ατόμων ηλικίας 54-74 ετών χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακών νοσημάτων. Τα επίπεδα τροπονίνης ανιχνεύθηκαν στο 85% των συμμετεχόντων. Τα υψηλότερα επίπεδα τροπονίνης συσχετίστηκαν με μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου, ιδιαίτερα καρδιακής ανεπάρκειας.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι εξαιρετικά ευαίσθητες εξετάσεις τροπονίνης ήταν ιδιαίτερα καλές στην πρόβλεψη καρδιαγγειακών επεισοδίων όταν προστέθηκαν στα αποτελέσματα μιας εξίσωσης που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του 10ετούς κινδύνου ενός ατόμου να υποστεί καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ενώ οι εξετάσεις τροπονίνης χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της καρδιακής προσβολής, η Ballantyne δήλωσε ότι δεν έχουν εγκριθεί ως στρατηγική εκτίμησης κινδύνου.
Σύμφωνα με τη μελέτη, πρόσθετες έρευνες σχετικά με τις εξετάσεις τροπονίνης θα μπορούσαν να βοηθήσουν να ανοίξουν το δρόμο για τη χρήση τους ως μέρος μιας παγκόσμιας αποδεκτής φόρμουλας για την εκτίμηση του κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις.
«Η έρευνα σε αυτόν τον τομέα μας οδηγεί όλο και περισσότερο στην εξατομικευμένη φροντίδα, ώστε να μπορούμε να προβλέψουμε καλύτερα ποιος κινδυνεύει να αναπτύξει αρνητικά καρδιαγγειακά αποτελέσματα», δήλωσε η Δρ. Rebecca Vigen, επίκουρη καθηγήτρια εσωτερικής ιατρικής στο UT Southwestern Medical Center, στο Ντάλας, η οποία δεν συμμετείχε στην έρευνα. «Αυτή η μελέτη είναι ένα βήμα προς την κατεύθυνση της προσωποποίησης φροντίδας».
Η Ballantyne είπε ότι η δυνατότητα χρήσης των αποτελεσμάτων από μια απλή εξέταση αίματος θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου. Κι αυτό διότι οι άνθρωποι μπορεί να είναι πιο πρόθυμοι να προσπαθήσουν να μειώσουν το επίπεδο χοληστερόλης τους, να θέσουν την πίεση του αίματος υπό έλεγχο και να ασκηθούν.
Η Ballantyne ανέφερε: «Το βασικό μας πρόβλημα είναι ότι κάνουμε λίγα και πολύ αργά. Αν η πρώτη φορά που διαπιστώνετε ότι ότι έχετε καρδιακή ανεπάρκεια είναι όταν σας κόβετε η αναπνοή και καταλήγετε στο νοσοκομείο, έχετε ήδη προχωρημένη καρδιακή πάθηση και θα είναι πιο δύσκολο να θεραπευθεί σε σχέση με την λήψη μέτρων μερικά χρόνια πριν».