Η έλλειψη βιταμίνη D αυξάνει τον κίνδυνο διαβήτη και πρόωρου θανάτου

Η βιταμίνη D αναφέρεται και ως «βιταμίνη του ήλιου» καθώς μπορεί να συντεθεί στο δέρμα από την έκθεση στο ηλιακό φως. Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι υπάρχουν δύο τύποι βιταμίνης D: η βιταμίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη) και βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη).

Η βιταμίνη D3 παράγεται στο ανθρώπινο σώμα όταν η υπεριώδης ακτινοβολία Β (UVB) του ηλίου προκαλεί τη παραγωγή της βιταμίνης D3 από τη μετατροπή ενός μορίου που ονομάζται ως 7-δεϋδροχοληστερόλη. Η βιταμίνη D2, παράγεται σε φυτά και μανιτάρια. Αυτό συμβαίνει επίσης λόγω της έκθεσης σε UVB. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, ένα μόριο που ονομάζεται εργοστερόλη μετατρέπεται σε βιταμίνη D2.

Συνεπώς ο άνθρωπος μπορεί να λάβει τη βιταμίνη D μέσω δύο πηγών: από την έκθεση στον ήλιο και τη διατροφή. Η D3 λαμβάνεται από την έκθεση στον ήλιο και μέσω πηγών όπως τα λιπαρά ψάρια, το κόκκινο κρέας, ο κρόκος αυγού και το συκώτι, ενώ η βιταμίνη D2 μπορεί να ληφθεί από μανιτάρια που καλλιεργούνται σε υπεριώδες φως και εμπλουτισμένα τρόφιμα.

Κίνδυνος από την έλλειψη

Η έλλειψη βιταμίνης D συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, κυρίως από αιτίες σχετικές με τον διαβήτη, σύμφωνα με μια αυστριακή μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη, στη Βαρκελώνη.

Οι ερευνητές του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Βιέννης, με επικεφαλής τον Δρ. Ρόντριγκ Μαρκουλέσκου, μελέτησαν σε βάθος δεκαετίας στοιχεία για σχεδόν 78.600 ανθρώπους με μέση ηλικία 51 ετών.

Αυτοί που είχαν πολύ χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα τους (κάτω από 10 nmol/L), διέτρεχαν δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος (2,9 φορές) αφορούσε άτομα 45 έως 60 ετών. Αντίθετα, άτομα με υψηλά επίπεδα βιταμίνης D (πάνω από 90 nmol/L) είχαν μείωση της πρόωρης θνησιμότητας κατά 30% έως 40%, με τη μεγαλύτερη μείωση κινδύνου (40%) στην ίδια ηλικιακή ομάδα των 45-60 ετών.

Προηγούμενες έρευνες έχουν επίσης συνδέσει την έλλειψη βιταμίνης D με κίνδυνο πρόωρου θανάτου, αλλά εστίασαν σε ηλικιωμένους ανθρώπους.

Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι ο κίνδυνος αφορά ιδιαίτερα και τους μεσήλικες ανθρώπους, ενώ αντίθετα δεν βρέθηκε να αυξάνεται ο κίνδυνος για όσους είναι άνω 75 ετών και έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.

To ενδιαφέρον είναι ότι τα άτομα στα οποία η βιταμίνη E ήταν κάτω από 50 nmol/L υπήρχε αύξηση κινδύνου για διαβήτη κατά 4,4 φορές σε σχέση με τα άτομα που είχαν πάνω από 50 nmol/L.

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα ευρήματα της μελέτης τους δικαιολογούν τη χρήση συμπληρωμάτων βιταμίνης D για να προληφθούν οι κίνδυνοι πρόωρης θνησιμότητας στη μέση ηλικία.

Δείτε επίσης