Οι συσσωρεύσεις λίπους εκτός του λιπώδους ιστού, π.χ. στο ήπαρ, τους μύες ή ακόμη και στα οστά, έχουν αρνητική επίδραση σε αυτά τα όργανα και σε ολόκληρο το σώμα.
Το λιπώδες ήπαρ έχει διερευνηθεί διεξοδικά ως μια συχνά εμφανιζόμενη ασθένεια. Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά για την υπερβολική συσσώρευση λίπους στο πάγκρεας και τι αποτέλεσμα έχει αυτό στην εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2.
Τα τρέχοντα δεδομένα δείχνουν ότι όχι μόνο το λίπος του ήπατος θα πρέπει να μειωθεί για να αποφευχθεί ο διαβήτης τύπου 2 αλλά και το λίπος του παγκρέατος. Και σ’ αυτό μπορεί να βοηθήσει η δίαιτα και ειδικότερα η διαλειμματική νηστεία.
Διαλειμματική νηστεία σημαίνει ότι δεν τρώτε κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων χρονικού διαστήματος. Ωστόσο, το νερό, το τσάι χωρίς ζάχαρη και ο καφές επιτρέπονται όλο το εικοσιτετράωρο. Ανάλογα με τη μέθοδο, η νηστεία αυτή διαρκεί μεταξύ 16 και 24 ωρών ή εναλλακτικά καταναλώνονται μόνο 500-600 θερμίδες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για δύο ημέρες μέσα σε μια εβδομάδα.
Η πιο γνωστή μορφή διαλειμματικής νηστείας είναι η μέθοδος 16: 8 η οποία περιλαμβάνει φαγητό μόνο κατά τη διάρκεια οκτώ ωρών κατά τη διάρκεια της ημέρας και νηστεία για τις υπόλοιπες 16 ώρες. Ένα γεύμα -συνήθως το πρωινό ή το βραδυνό- παραλείπεται.
Η διαλειμματική νηστεία είναι γνωστό ότι βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη -την ορμόνη που μειώνει τη γλυκόζη στο αίμα- και προστατεύει από το λιπώδες ήπαρ.
Στην παρούσα μελέτη, επιστήμονες από το German Institute of Human Nutrition ανακάλυψαν ότι τα ποντίκια που έκαναν διαλειμματική νηστεία έχουν λιγότερο λίπος στο πάγκρεας κι αυτό μπορεί να είναι αποτρεπτικό για τον διαβήτη τύπου 2.
Σημαντική η απουσία λίπους από το πάγκρεας
Ερευνητές με επικεφαλής την Annette Schürmann και τον Tim J. Schulz του Γερμανικού Ινστιτούτου Ανθρώπινης Διατροφής (DIfE) διαπίστωσαν ότι τα υπέρβαρα ποντίκια που είναι επιρρεπή στο διαβήτη τύπου 2 έχουν υψηλή συσσώρευση λιπωδών κυττάρων στο πάγκρεας.
Αντίθετα, τα ποντίκια που είναι ανθεκτικά στον διαβήτη λόγω γενετικής σύστασης, παρά το υπερβολικό βάρος, δεν έχουν σχεδόν καθόλου λίπος στο πάγκρεας, μόνο κατάλοιπα λίπους στο συκώτι.
Τα υπέρβαρα ζώα που ήταν επιρρεπή στον διαβήτη τύπου 2 χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα μπορούσε να τρώει όσο και όποτε ήθελε. Η δεύτερη ομάδα υποβλήθηκε σε διαλειμματική νηστεία: τη μια μέρα τα τρωκτικά έτρωγαν όσο ήθελαν και την επόμενη καθόλου.
Μετά από πέντε εβδομάδες, οι ερευνητές παρατήρησαν διαφορές στο πάγκρεας των ποντικών. Τα λιπώδη κύτταρα συσσωρεύτηκαν στην πρώτη ομάδα ενώ τα ζώα της δεύτερης ομάδας δεν είχαν σχεδόν καθόλου λίπος στο πάγκρεας.
Για να διαπιστωθεί πώς τα κύτταρα του λίπους μπορεί να βλάπτουν τη λειτουργία του παγκρέατος, οι ερευνητές απομόνωσαν πρόδρομα λιποκύτταρα από το πάγκρεας των ποντικών και τους επέτρεψαν να διαφοροποιηθούν σε ώριμα λιποκύτταρα στο εργαστήριο. Στη συνέχεια, όταν τα ώριμα λιποκύτταρα καλλιεργήθηκαν, μαζί με νησίδια Langerhans του παγκρέατος, τα βήτα κύτταρα των “νησίδων” παρήγαγαν περισσότερη ινσουλίνη.
Οι ερευνητές υποψιάζονται ότι η αυξημένη έκκριση της ινσουλίνης κάνει τα νησίδια του Langerhans να κουράζονται πιο γρήγορα και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να σταματούν να λειτουργούν. Με τον τρόπο αυτό, η συσσώρευση λίπους στο πάγκρεας συμβάλει στην ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2.
«Κάτω από συγκεκριμένες γενετικές συνθήκες, η συσσώρευση λίπους στο πάγκρεας μπορεί να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2», δήλωσε ο Schulz. Και πρόσθεσε ότι η διαλειμματική νηστεία θα μπορούσε να είναι μια ελπιδοφόρα θεραπευτική προσέγγιση. Τα πλεονεκτήματα είναι ότι πρόκειται για μη επεμβατική, εύκολη στην ενσωμάτωση στην καθημερινή ζωή και δεν απαιτεί φάρμακα.
Να σημειωθεί ότι τα νησίδια του Langerhans είναι συσσωρεύσεις κυττάρων στο πάγκρεας που παράγουν ορμόνες. Ένας υγιής ενήλικας έχει περίπου 1 εκατομμύριο νησίδια Langerhans. Κάθε νησίδα έχει διάμετρο 0,2-0,5 χιλιοστά. Τα βήτα κύτταρα αποτελούν το 65-80% των κυττάρων των νησιδίων και παράγουν ινσουλίνη. Όταν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα είναι αυξημένα, τα βήτα κύτταρα εκκρίνουν ινσουλίνη στην κυκλοφορία του αίματος έτσι ώστε να ρυθμίζονται τα επίπεδα της γλυκόζης.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Metabolism.