Κάποτε η συμβουλή των διατροφολόγων ήταν ότι το να ανεβαίνετε στη ζυγαριά κάθε μέρα θα μπορούσε να είναι αντιπαραγωγικό για τους στόχους της απώλειας βάρους σας. Αλλά μια διετής μελέτη από ερευνητές του Πανεπιστημίου Cornell διαπίστωσε ότι άτομα που ζυγίζονταν συχνά και παρακολουθούσαν έχαναν βάρος και το διατήρησαν. Τα αποτελέσματα ήταν πιο εμφανή για τους άνδρες παρά για τις γυναίκες.
Η καταγραφή «σας αναγκάζει να γνωρίζετε τη σύνδεση μεταξύ της διατροφής σας και του βάρους σας», δήλωσε ο David Levitsky, κύριος συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής διατροφής και ψυχολογίας στο Cornell, σε μια δήλωση που εξηγεί τα συμπεράσματα της μελέτης. «Συνήθιζαν να διδάσκονται ότι δεν πρέπει να ζυγίζεστε καθημερινά, και αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο».
Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2015 στο Journal of Obesity, 162 άτομα χωρίστηκαν τυχαία σε μια ομάδα παρέμβασης και μια ομάδα ελέγχου. Στα άτομα της ομάδας παρέμβασης δόθηκε αρχικά ο στόχος της απώλειας βάρους 1%, την οποία μπορούσαν να χάσουν με όποιον τρόπο επιλέγουν. «Επειδή δεν τους συνταγογραφήσαμε τον τρόπο, ο καθένας βρήκε τον δικό του τρόπο να χάσει το βάρος», είτε μείωσε το μέγεθος της μερίδας, είτε σταμάτησε τα σνακ είτε παρέλειψε ένα γεύμα, είπε ο Levitsky. Η απώλεια 1% του σωματικού βάρους απαιτεί από τους περισσότερους ανθρώπους να μειώσουν μόνο περίπου 150 θερμίδες την ημέρα για δύο εβδομάδες. Μόλις διατήρησαν αυτήν την απώλεια βάρους για 10 ημέρες, το πρόγραμμα τους έδωσε στη συνέχεια έναν νέο στόχο να χάσουν άλλο 1%, και ούτω καθεξής. Ο στόχος ήταν να χάσουν συνολικά το 10% του αρχικού σωματικού τους βάρους.
Μετά από ένα χρόνο, τα άτομα που ζυγίζονταν έχασαν, 2,6 ± 5,9 κιλά και τα άτομα της ομάδας ελέγχου έχασαν 0,5 ± 4,4 κιλά. Το δεύτερο χρόνο τα άτομα της ομάδας ελέγχουν άρχισαν και αυτά να ζυγίζονται και έχασαν 1,9 ± 5,7 κιλά.
Το πιο σημαντικό εύρημα δεν ήταν το πόσο βάρος έχασαν οι συμμετέχοντες (ήταν μικρό), αλλά to ότι διατήρησαν το χαμένο βάρος. Μελέτες έχουν δείξει ότι το 40% του χαμένου βάρους επιστρέφει μέσα σε ένα χρόνο και το 95% σε πέντε χρόνια. Σε μια κοινωνία που έχει δει το σωματικό βάρος να αυξάνεται εδώ και αρκετές δεκαετίες, οι τεχνικές για τη μείωση του βάρους, έστω και στο ελάχιστο, και διατηρούν αυτή τη μείωση, είναι σημαντικές.
Υπήρχε μια σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών, με τις γυναίκες να χάνουν βάρος λιγότερο από τους άνδρες. «Φαίνεται να λειτουργεί καλύτερα για τους άνδρες παρά για τις γυναίκες, για λόγους που δεν μπορούμε ακόμη να καταλάβουμε», είπε ο Levitsky.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι το να ανεβαίνει κανείς σε ζυγαριά και να παρακολουθεί το βάρος του λειτουργεί ως ενίσχυση για ορισμένες συμπεριφορές, όπως η λιγότερη κατανάλωση φαγητού, και ενισχύει άλλες, όπως το να περπατάει για να διατηρήσει το σωματικό του βάρος. «Πιστεύουμε ότι η ζυγαριά λειτουργεί επίσης ως μηχανισμός προετοιμασίας, κάνοντάς σας να συνειδητοποιείτε το φαγητό και επιτρέποντάς σας να κάνετε επιλογές που είναι συμβατές με το βάρος σας», δήλωσε ο Levitsky.
Η μελέτη είχε ορισμένους περιορισμούς, για παράδειγμα, δεν είναι σαφές πόσο ρόλο έπαιζε το ψυχολογικό κίνητρο να χάσουν βάρος και το πόσο η πίεση που ένιωθαν οι συμμετέχοντες γνωρίζοντας ότι οι ερευνητές τους έλεγχαν τόσο συχνά. «Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε στο ελάχιστο τη συμμετοχή του ερευνητή και την επιθυμία των συμμετεχόντων να ευχαριστήσουν τον ερευνητή. Κατά κανόνα, δεν παρέχονταν ανταμοιβές ούτε στάλθηκαν συγχαρητήρια σχόλια όταν γίνονταν αλλαγές σταδίου», έγραψαν οι ερευνητές. «Παρά τις προσπάθειες αυτές, για πολλούς συμμετέχοντες, το γεγονός ότι γνώριζαν ότι κάποιος τους παρακολουθούσε μπορεί να επηρέασε τη συμμετοχή στη μελέτη και, ως εκ τούτου, την απώλεια βάρους κατά τη διάρκεια της μελέτης».
Μια δεύτερη δημοσίευση έγινε στο Journal of Obesity το 2017, όταν οι ερευνητές απέκτησαν στοιχεία για 36 άτομα εκ των οποίων τα 24 ήταν από την ομάδα παρέμβασης και οι 10 ήταν άντρες. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει την αλλαγή του βάρους για τα 36 άτομα.

Κατά μέσο όρο, το βάρος είχε αυξηθεί κατά 400 γραμμάρια. Κάποιοι είχαν χάσει αρκετά κιλά και άλλοι είχαν κερδίσει αρκετά κιλά.
Περισσότερες πληροφορίες: Three-Year Follow-Up of Participants from a Self-Weighing Randomized Controlled Trial.