Παλμιτικό και στεατικό οξύ δεν ανεβάζουν τη χοληστερόλη όταν καταναλώνονται σε ρεαλιστικές ποσότητες

Ξέρουμε ότι τα κορεσμένα λιπαρά, γενικά, ανεβάζουν τη χοληστερόλη του αίματος. Αλλά δύο τύποι κορεσμένων λιπαρών που βρίσκονται συνήθως σε τρόφιμα όπως τα αρτοσκευάσματα, οι μαργαρίνες και τα αλείμματα φαίνεται να έχουν μικρή επίδραση στην υγεία της καρδιάς όταν καταναλώνονται σε ρεαλιστικές ποσότητες έδειξε μια νέα μελέτη.

Ερευνητές από το King’s College London και το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ διεξήγαγαν την έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στο American Journal of Clinical Nutrition. Η μελέτη επικεντρώθηκε σε διεστεροποιημένα (IE) λιπαρά που έχουν υψηλή περιεκτικότητα είτε σε παλμιτικό οξύ (συχνά βρίσκεται στο φοινικέλαιο) είτε σε στεατικό οξύ (συνήθως βρίσκεται σε ζωικές τροφές και φυτικό λίπος). Αυτά τα λιπαρά χρησιμοποιούνται συχνά στη θέση των τρανς λιπαρών, τα οποία είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Τα διεστεροποιημένα (IE) λίπη πλούσια σε παλμιτικό οξύ (16:0) και στεατικό οξύ (18:0) είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα σκληρά λίπη.

Τα κορεσμένα λιπαρά είναι σε στερεά μορφή σε θερμοκρασία δωματίου και γι’ αυτό αποκαλούνται “σκληρά” λίπη.

Σε μια τυχαιοποιημένη, διασταυρούμενη δοκιμή σε δύο κέντρα, 47 υγιείς συμμετέχοντες (ηλικίας 35-65 ετών) κατανάλωναν δίαιτες είτε πλούσια σε παλμιτικό οξύ είτε με πλούσια σε στεατικό οξύ (10% της ενεργειακής πρόσληψης) για έξι εβδομάδες, με διακοπή τεσσάρων εβδομάδων. Αυτός ο σχεδιασμός διασφάλισε ότι ούτε οι συμμετέχοντες ούτε οι ερευνητές γνώριζαν ποιος τύπος λίπους καταναλωνόταν κατά τη διάρκεια κάθε φάσης.

Κάθε συμμετέχων ακολούθησε δύο ξεχωριστές δίαιτες έξι εβδομάδων που περιελάμβαναν muffins και αλείμματα φτιαγμένα είτε με λιπαρά πλούσια σε παλμιτικό οξύ είτε με λιπαρά πλούσια σε στεατικό οξύ. Η μελέτη στόχευε στην κάλυψη του 10% των εκτιμώμενων ενεργειακών απαιτήσεων από τα λιπαρά δοκιμής.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές αξιολόγησαν μια σειρά από καρδιομεταβολικούς δείκτες υγείας, όπως η χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια, η ευαισθησία στην ινσουλίνη, τα επίπεδα λίπους στο συκώτι, η φλεγμονή και η λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων.

Τα αποτελέσματα δεν έδειξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο κορεσμένων λιπαρών στα επίπεδα χοληστερόλης ή τριγλυκεριδίων στο αίμα, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας της ολικής προς την HDL χοληστερόλης, ενός βασικού μέτρου καρδιαγγειακού κινδύνου.

Η μελέτη επίσης δεν διαπίστωσε σημάδια βλάβης που σχετίζονται με φλεγμονή, αντίσταση στην ινσουλίνη, συσσώρευση λίπους στο ήπαρ ή αγγειακή υγεία. Η συγκέντρωση ιντερλευκίνης-10 μειώθηκε μετά την κατανάλωση του παλμιτικού οξέος σε σχέση με το στεατικό οξύ.

Το συμπέρασμα ήταν ότι το παλμιτικό οξύ που καταναλώνεται με ενεργειακή περιεκτικότητα 10% για περίοδο έξι εβδομάδων δεν επηρεάζουν αρνητικά την αναλογία ολικής προς HDL χοληστερόλης. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστούν από αυτήν τη δοκιμή.

Τα γεύματα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την ενδοθηλιακή λειτουργία, πιθανώς μέσω μειωμένης βιοδιαθεσιμότητας του μονοξειδίου του αζώτου λόγω οξειδωτικού στρες και προφλεγμονωδών κυτοκινών. Ωστόσο, σε αυτή τη μελέτη, οι ρεαλιστικές προσλήψεις λιπαρών οξέων πλούσιων σε στεατικό ή παλμιτικό οξύ δεν είχαν διαφορική επίδραση στις φλεγμονώδεις κυτοκίνες νηστείας ή στην αγγειοδιαστολή που εξαρτάται από το ενδοθήλιο.

Η καθηγήτρια Sarah Berry, κύρια συγγραφέας και καθηγήτρια Διατροφικών Επιστημών στο King’s College London, εξήγησε: «Με την τρέχουσα δαιμονοποίηση όλων των επεξεργασμένων τροφίμων, αυτή η έρευνα υπογραμμίζει ότι δεν είναι όλες οι επεξεργασίες κακές για εμάς! Η διαδικασία της διεστεροποίησης επιτρέπει την παραγωγή “σκληρών” λιπών στη θέση των επιβλαβών τρανς λιπαρών, ενώ παράλληλα επιτρέπει στους κατασκευαστές να μειώσουν την περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά των αλειμμάτων και των τροφίμων. Δεδομένης της ευρείας χρήσης της διαδικασίας διεστεροποίησης των λιπών και της τρομολαγνείας γύρω από την επεξεργασία τροφίμων, αυτή η έρευνα είναι επίκαιρη».

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τόσο το παλμιτικό οξύ όσο και τα πλούσια σε στεατικό οξύ διεστεροποιημένα λίπη, όταν καταναλώνονται σε κανονικές ποσότητες, δεν φαίνεται να αυξάνουν βραχυπρόθεσμους παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με καρδιακές παθήσεις.

Η καθηγήτρια Wendy Hall, κύρια συγγραφέας και καθηγήτρια Διατροφικών Επιστημών στο King’s College London, δήλωσε: «Τα ευρήματά μας παρέχουν καθησυχαστικά στοιχεία ότι τα βιομηχανικά επεξεργασμένα λίπη που χρησιμοποιούνται σήμερα σε καθημερινά τρόφιμα, είτε πλούσια σε παλμιτικό είτε σε στεατικό λιπαρό οξύ, είναι απίθανο να έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις στην καρδιαγγειακή υγεία όταν καταναλώνονται σε ποσότητες που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επιτύχουν στην καθημερινή τους διατροφή. Αυτό είναι σημαντικό δεδομένης της ευρείας χρήσης αυτών των λιπών σε επεξεργασμένα τρόφιμα όπως μαργαρίνες, αρτοσκευάσματα και ζαχαρώδη προϊόντα».

Παρόλο που η μελέτη των έξι εβδομάδων ήταν αρκετά μεγάλη για να ανιχνεύσει αλλαγές στη χοληστερόλη και τους σχετικούς δείκτες, οι ερευνητές σημειώνουν ότι απαιτούνται μεγαλύτερες μελέτες για να διερευνηθούν οι πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.

Η έρευνα υποστηρίχθηκε από το Συμβούλιο Φοινικέλαιου της Μαλαισίας.

Περισσότερες πληροφορίες: The effects of consumption of interesterified fats rich in palmitic acid compared with stearic acid on intermediary markers of cardiometabolic disease risk: a randomized controlled trial in healthy adults. The American Journal of Clinical Nutrition, 2025; DOI: 10.1016/j.ajcnut.2025.09.025.

Δείτε επίσης