Χοληστερίνη: Όσο λιγότερη τόσο καλύτερα

Σε γενικές γραμμές, η συνολική χοληστερίνη (ή χοληστερόλη) πρέπει να είναι κάτω από τα επίπεδα των από 200 mg/dl. Η “κακή” (LDL-c) χοληστερόλη πρέπει να είναι κάτω από τα επίπεδα των 160 mg/dl και η “καλή” (HDL-c) χοληστερόλη πρέπει να είναι πάνω από τα 40 mg/dl για τους άνδρες και πάνω από 50 mg/dl για τις γυναίκες. Τέλος τα τριγλυκερίδια πρέπει να είναι κάτω από τα 150 mg/dl. Δυστυχώς όμως η  μεταβολή του τρόπου ζωής τις τελευταίες δεκαετίες, που δεν μοιάζει πια καθόλου μ’ αυτόν που μεγάλωσαν οι παππούδες μας και αυτό έχει ανεβάσει τα επίπεδα της κακής χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων στον αναπτυγμένο κόσμο.

Κατά τη διάρκεια του τεσσάρων πρώτων ετών του «Μήνα Ελέγχου Χοληστερόλης» – μιας πρωτοβουλίας του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) – εξετάστηκαν περισσότερα από 45.000 άτομα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και διάφορες επαρχιακές πόλεις. Τα αποτελέσματα ήταν αρκετά ανησυχητικά για το μέλλον των καρδιαγγειακών συμβαμάτων στον Ελλαδικό χώρο. Σχεδόν οι μισοί ενήλικοι εξετασθέντες (για την ακρίβεια ποσοστό 43%) παρουσίαζαν αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης (πάνω από 200 mg/dl). Εξ αυτών, το 50% δεν γνώριζε ότι είχε υψηλή χοληστερόλη, ενώ απ’ όσους το γνώριζαν ο ένας στους τρεις δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι ανησυχητικές επιπτώσεις της στροφής προς τα αρνητικά πρότυπα του δυτικού τρόπου ζωής απεικονίζονται στη δραματική αύξηση της συχνότητας του σακχαρώδη διαβήτη, της παχυσαρκίας, της υπέρτασης και της υπερχοληστερολαιμίας, ενώ το κάπνισμα εξακολουθεί να βρίσκεται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Ας σημειωθεί ότι στην επαρχιακή Κίνα λ.χ. ο μέσος όρος ολικής χοληστερίνης είναι 115 mg/dl, στην αστική Κίνα 135 mg/dl και στη Δυτική Ευρώπη 210 mg/dl.

Όσον αφορά το κάπνισμα, τα αποτελέσματα ήταν εξίσου ανησυχητικά στην Ελλάδα. Στο σύνολο του δείγματος, ένας στους τρεις Έλληνες δήλωσε καπνιστής, ενώ σε ηλικίες κάτω των 50 ετών, καπνιστές ήταν ο ένας στους δύο (αξίζει εδώ να σημειωθεί πως το 94% των εμφραγμάτων στην Ελλάδα παρατηρείται σε καπνιστές ηλικίας κάτω των 50 ετών).  Επιπλέον, το 25% των εξετασθέντων ήταν υπερτασικοί, το 9% διαβητικοί, το 42% υπέρβαροι, ενώ το 58% δήλωσε ότι διάγει καθιστική ζωή.

Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία παρατηρείται στον Ελληνικό πληθυσμό ένα ιδιαίτερα υψηλό προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου, το οποίο εξηγεί και το γεγονός πως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του Δυτικού κόσμου, όπου οι θάνατοι καρδιαγγειακής αιτιολογίας δεν παρουσιάζουν μείωση τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά αντίθετα αυξάνονται ή στην καλύτερη χρονιά παραμένουν σταθεροί. Σύμφωνα με τις κλινικές μελέτες, κΚάθε μείωση κατά 10% της ολικής χοληστερόλης οδηγεί σε μείωση κατά 22% της εμφάνισης στεφανιαίας νόσου μέσα σε 2 έως 5 έτη, ενώ μετά τα 5 έτη η μείωση είναι τουλάχιστον 25%.

Η δυσλιπιδαιμία (αυξημένη κακή χοληστερίνη, μειωμένη καλή, και αυξημένα τριγλυκερίδια) θεωρείται μια από τις κυριότερες αιτίες εμφάνισης αρτηριοσκλήρυνσης και καρδιαγγειακής νόσου, αν και το ένα τρίτο των Ελλήνων πιστεύει ότι ο κυριότερος παράγοντας είναι το άγχος. Στη μελέτη INTERHEART που έγινε ταυτόχρονα σε όλες τις ηπείρους του κόσμου φάνηκε πως η δυσλιπιδαιμία ευθύνεται για το 50% των εμφραγμάτων παγκοσμίως και αποτελεί την κυριότερη αιτία εμφάνισης στεφανιαίας νόσου.

Η χοληστερίνη κυρίως παράγεται από τον οργανισμός αλλά περίπου το ένα τρίτο περίπου λαμβάνεται μέσω της διατροφής. Η αυξημένη πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων, που βρίσκονται κυρίως σε ζωικά λίπη, όπως στο κόκκινο κρέας και στα λιπαρά τυριά, καθώς και η παχυσαρκία είναι συχνά αιτία της υπερχοληστερολαιμίας.

Η σημασία της υψηλής χοληστερόλης είναι ιδιαίτερα μεγάλη στις νεώτερες ηλικιακές ομάδες (30-60 ετών). Στην Ελλάδα, τα τελευταία 20 έτη η στεφανιαία νόσος αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου με σταθερή διαφορά από τη δεύτερη που είναι τα νεοπλάσματα. Το 2001 είχαμε στην Ελλάδα 19.500 θανάτους από στεφανιαία νόσο, δηλαδή περίπου όσος ο πληθυσμός της Καλύμνου.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία κάθε άτομο ηλικίας άνω των 20 ετών πρέπει να ελέγχει την χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια τουλάχιστον ανά πενταετία.  Εάν τα επίπεδά τους δεν είναι ικανοποιητικά, ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να είναι συχνότερος ανάλογα με τον συνολικό κίνδυνο που διατρέχει (συνυπολογίζονται παράγοντες όπως η ηλικία, τοκάπνισμα, η υπέρταση, κ.τ.λ.).

Όσο λιγότερο τόσο καλύτερα

Μία εντυπωσιακή εξέλιξη των τελευταίων ετών αποτελούνοι συνεχώς χαμηλότερες τιμές που τίθενται ως στόχος για την «κακή» (LDL) χοληστερόλη. Πριν από 20 χρόνια, τα επιθυμητά όρια ήταν χαμηλότερα από 160 mg/dl και μέχρι πρόσφατα ξέραμε ότι σε στεφανιαίους ασθενείς υψηλού κινδύνου (δηλαδή που συνεχίζουν να καπνίζουν ή που είναι διαβητικοί) ο στόχος είναι επίπεδα της κακής χοληστερίνης κάτω από 70 mg/dl.

Μία πρόσφατη μελέτη που λέγεται JUPITER, όμως, κατά την οποία χορηγήθηκε μία στατίνη (φάρμακο που ρίχνει τη χοληστερίνη) σε υγιή άτομα, εντυπωσίασε διότι το φάρμακο έριξε την LDL στα 55 mg/dl σε υγιή πληθυσμό χαμηλού κινδύνου και αυτό επέφερε μια μεγάλη μείωση στα εμφράγματα, στα εγκεφαλικά και στην συνολική θνησιμότητα. Εξαιτίας αυτού του ευρήματος υπάρχει μεγάλος προβληματισμός στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με το πόσο χαμηλότερα πρέπει να πέσει η χοληστερίνη (αν και πρέπει να σημειωθεί ότι έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η JUPITER ήταν μια προβληματική μελέτη που κατέληξε σε υπερβολικά συμπεράσματα).

 

Δείτε επίσης