Η ανάλυση του DNA μερικών ανθρώπινων τριχών, οι οποίες ανήκαν σε έναν άνδρα που έζησε πριν περίπου 4.000 χρόνια στη Γροιλανδία και διατηρήθηκαν ανέπαφες στο παγωμένο υπέδαφός της, επέτρεψε να “διαβαστεί” το αρχαιότερο γονιδίωμα σύγχρονου ανθρώπου. Το επίτευγμα δείχνει τις δυνατότητες “χρονομηχανής” που ανοίγει η βιολογία για την μελέτη των αρχαίων πολιτισμών.
Η ανάγνωση του γονιδιώματος (σε ποσοστό περίπου 80%), προσέφερε μια σειρά από πληροφορίες για τον άνδρα, όπως ότι είχε μπροστινά δόντια σαν φτυάρια, σκούρο δέρμα, καστανά μάτια και σκούρα μαλλιά, τα οποία όμως του έπεφταν και κινδύνευε από φαλάκρα. Φαίνεται πως ήταν ευάλωτος στις μολύνσεις του αυτιού και πως πέθανε νέος.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, οι πρόγονοί του είχαν μεταναστεύσει στη Γροιλανδία από τη βορειοανατολική Σιβηρία -αφού προηγουμένως είχαν φτάσει στην Αλάσκα μέσω του Βερίγγειου πορθμού- πριν περίπου 5.500 χρόνια. ‘Αγνωστο παραμένει με ποιο τρόπο διέσχισαν την ταραγμένη θάλασσα μεταξύ Αλάσκας και Γροιλανδίας, σε μια πραγματική, αν και παραγνωρισμένη, “Οδύσσεια”.
Η ανακάλυψη και μελέτη έγινε από τεράστια πολυεθνική ομάδα επιστημόνων υπό τον καθηγητή Μόρτεν Ρασμούσεν και τον Έσκε Βίλερσλεβ του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Nature”, σύμφωνα με το BBC και τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό. Οι τρίχες είχαν ανακαλυφθεί το 1986 στο μόνιμα παγωμένο υπέδαφος της δυτικής ακτής της Γροιλανδίας, βόρεια του Αρκτικού κύκλου.
Ο “Ινούκ”, όπως ονομάστηκε από τους ερευνητές (“άνθρωπος” στη γροιλανδική γλώσσα), ανήκε σε μια φυλή κυνηγών της Λίθινης Εποχής (τους αινιγματικούς Σακάκ), την πρώτη που εγκαταστάθηκε στη Γροιλανδία. Οι άνθρωποι εκείνοι ζούσαν σε ένα τελείως αφιλόξενο περιβάλλον, κυνηγώντας κυρίως φώκιες και θαλασσοπούλια. Παραμένει άγνωστο πως εξαφανίστηκαν (γύρω στο 800 π.Χ.), πιθανώς λόγω κλιματικής αλλαγής ή ανταγωνισμού με άλλες φυλές. Η ανακάλυψη ανατρέπει τη θεωρία ότι η Γροιλανδία αποικήθηκε πρώτα από Ινουίτ ή από γηγενείς Αμερικανούς.
Οι ερευνητές δήλωσαν βέβαιοι ότι τα επόμενα χρόνια πολύ περισσότερα δείγματα γενετικού υλικού από διάφορες περιοχές του κόσμου (ακόμα και από θερμότερες, όπου είναι πιο εύκολο τα δείγματα DNA να “μολυνθούν” από μύκητες και βακτήρια) θα αναλυθούν και θα προσφέρουν νέα στοιχεία. Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες έχουν “διαβάσει”, σε γενικές γραμμές, από ακόμα αρχαιότερο DNA τα γονιδιώματα άλλων ειδών, όπως του μαμούθ (18.000 ετών) και του Νεάντερταλ (40.000 ετών).