Η απότομη απώλεια βάρους, που συνοδεύει τις αυστηρές δίαιτες – εκτός των άλλων – προκαλεί σοβαρή διαταραχή της αναπαραγωγικής λειτουργίας της γυναίκας.
Αυτό τονίστηκε σε συνέντευξη Τύπου, που παραχώρησε η Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Γονιμότητας, η οποία εορτάζεται στις 15 Ιουνίου. Ομιλητές ήταν η κα Λ. Ζαπάντη, επιμελήτρια Α΄ στο νοσοκομείο ‘Αλεξάνδρα’ η κα. M. Αναπλιώτου, Ενδοκρινολόγος, Αναπλ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών και η κα Σ. Νικοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Επιστημονική Υπεύθυνος Ενδοκρινολογικού Τμήματος, Νοσοκομείο ‘ΕΛΕΝΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ’.
Η κα Ζαπάντη αναφέρθηκε στην επίπτωση που έχουν οι διατροφικές διαταραχές στον αναπαραγωγικό κύκλο της γυναίκας και τη γονιμότητά της. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην επίπτωση που έχει για την αναπαραγωγική λειτουργία η σημαντική και απότομη απώλεια βάρους, η οποία έχει ως συνέπεια τη διαταραχή της αναπαραγωγικής ικανότητας. Η διαταραχή αυτή εκφράζεται είτε ως ανωμαλία του κύκλου και υπογονιμότητα σε ποσοστό μέχρι 60% είτε ως παρατεταμένη αμηνόρροια.
Όπως ανέφερε η κα Ζαπάντη, στις ανεπτυγμένες χώρες η ψυχογενής διαταραχή της πρόσληψης της τροφής, αλλά και η παχυσαρκία, παρουσιάζουν σταθερή αύξηση. Περίπου το 1-5% των γυναικών του δυτικού κόσμου πάσχει από αμηνόρροια σχετιζόμενη με το βάρος, ενώ η ψυχογενής βουλιμία και η ψυχογενής ανορεξία εκδηλώνονται με συχνότητα περίπου 5%. Η ψυχογενής ανορεξία είναι και αντιμετωπίζεται σανσοβαρή ψυχιατρική διαταραχή με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τη νοσηρή εικόνα που έχει η ασθενής για το σωματικό βάρος της, αποτέλεσμα της έμμονης φοβίας της για πιθανό ενδεχόμενο παχυσαρκίας, υιοθετώντας ακραία αισθητικά πρότυπα, όπως αυτά που προβάλλονται στα ΜΜΕ.
Από την άλλη πλευρά, η παχυσαρκία στις δυτικές χώρες κυμαίνεται σε ποσοστό 10-25% μεταξύ των γυναικών. Πρέπει να αντιληφθούμε, τόνισε η κα Ζαπάντη, ότι ο λιπώδης ιστός είναι μεταβολικά ‘ενεργός’ και έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει τα επίπεδα των ορμονών, αλλά και να εκκρίνει άλλους παράγοντες, που έχουν επίδραση στην αναπαραγωγική λειτουργία.
Η παχυσαρκία όμως δεν σχετίζεται μόνο με υπογονιμότητα αλλά και με αυξημένους κινδύνους κατά την εγκυμοσύνη (υπέρταση, διαβήτη, αυτόματες αποβολές). Η πρόληψη της παχυσαρκίας είναι πολύ σημαντική διότι ακόμα και μικρή απώλεια βάρους μπορεί να αποκαταστήσει τη γονιμότητα και σε περίπτωση κύησης να μειώσει τις μεταβολικές και μαιευτικές επιπλοκές. Τέλος, η κα Ζαπάντη αναφέρθηκε και στις διαταραχές της αναπαραγωγικής λειτουργίας, που παρουσιάζουν οι αθλήτριες, αλλά και οι γυναίκες που υποβάλλονται σε έντονη σωματική δραστηριότητα.
Η κα. Αναπλιώτου αναφέρθηκε στην εφηβεία και τις διαταραχές της. Όπως είπε, οι διαταραχές του κύκλου είναι πολύ συχνές (70-85% των κοριτσιών) στα πρώτα χρόνια από την έναρξη της περιόδου, αλλά το πρόβλημα προοδευτικά αποκαθίσταται μέσα στην πρώτη τριετία. Κατά την ομιλήτρια, οι διαταραχές της περιόδου μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές από μικρούς κύκλους (συχνομηνόρροια) έως και μεγάλα διαστήματα κύκλων άνω των 45 ημερών (αραιομηνόρροια).
Άλλο πρόβλημα που παρατηρείται στην εφηβεία είναι και τα επεισόδια των δυσλειτουργικών – όπως αποκαλούνται – αιμορραγιών στην εφηβεία, τα οποία είναι αρκετά συχνά. Επίσης, μπορεί να συνοδεύονται και από κύστεις στις ωοθήκες ως αποτέλεσμα ακατάλληλης διέγερσης των ωοθηκών. Τα επεισόδια αυτά προκαλούν στη νεαρή έφηβη αναιμία, κατάπτωση, ενώ υπάρχει και δικαιολογημένη ανησυχία στο οικογενειακό της περιβάλλον. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται η λεπτομερής ενδοκρινολογική διερεύνηση προς αποκλεισμό οργανικών αιτίων, που θα μπορούσε να υποκρύπτονται κάτω από τις ανωμαλίες αυτές.
Τέλος, η κα. Αναπλιώτου αναφέρθηκε και στην καθυστερημένη έναρξη της περιόδου (μετά την ηλικία των 14 ετών), που οφείλει να ανησυχήσει τόσο την οικογένεια όσο και τον οικογενειακό ιατρό. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται ενδελεχής διερεύνηση του κοριτσιού προς αποκλεισμό σοβαρών νοσημάτων, που αναστέλλουν την εμφάνιση της εφηβείας.
Η κα Νικοπούλου σχολίασε με έμφαση το γεγονός ότι σήμερα έχει ατονήσει σχεδόν πλήρως η ιατρική αξιολόγηση των ανδρών, που έχουν υπογονιμότητα. Γεγονός που απέδωσε στο ότι σήμερα με τις μεθόδους της υποστηριζόμενης αναπαραγωγής λύνονται με επιτυχία περιπτώσεις υπογονιμότητας του ζευγαριού. Και ναι μεν τα αίτια της ανδρικής υπογονιμότητας δεν είναι εύκολο πολλές φορές να εντοπιστούν, εντούτοις σήμερα είναι γνωστό ότι η υπογονιμότητα μπορεί να συνδέεται και με μελλοντικά προβλήματα υγείας του άνδρα π.χ. καρδιαγγειακή νόσο, όψιμη έναρξη υπογοναδισμό κλπ.
Η κα Νικοπούλου τόνισε ότι είναι ανάγκη να γίνεται αξιολόγηση του άνδρα με πρόβλημα υπογονιμότητας από εξειδικευμένο γιατρό (ανδρολόγο, ουρολόγο ή ενδοκρινολόγο). Τέλος, σημείωσε ότι το 2010 έγιναν τροποποιήσεις από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας στην αξιολόγηση του σπερμοδιαγράμματος, τις οποίες μόνον οι εξειδικευμένοι γιατροί μπορούν να παρακολουθούν.
Καταλήγοντας η κ. Νικοπούλου, αναφέρθηκε στις διάφορες μεθόδους εξωσωματικής γονιμοποίησης, οι οποίες πέραν από την αρχική ευφορία που προκάλεσε η ευρεία εφαρμογή τους, γρήγορα οδήγησαν τον επιστημονικό κόσμο σε προβληματισμό. Η έντονη παρέμβαση σε ένα τόσο ευαίσθητο, αλλά και πολύπλοκο βιολογικό φαινόμενο απαιτεί όχι μόνο την ειδική γνώση αλλά και αυξημένη κρίση και ευαισθησία από αυτούς που το εφαρμόζουν.
Επιπλέον, δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι ο προγραμματισμός του καταλληλότερου χρόνου για γονιμότητα ανάλογα με τις υποχρεώσεις της ζωής μας δεν αποτελεί πάντοτε τον καλύτερο σύμβουλο για την επίτευξή της, λόγω της διάστασης που υπάρχει μεταξύ της χρονολογικής και της βιολογικής ηλικίας, η οποία αναφέρεται και στην αναπαραγωγική ικανότητας της γυναίκας