Μόνο το 47% από τις 600.000-650.000 μονάδες αίματος που απαιτούνται κάθε χρόνο στη χώρα μας για τις ανάγκες των ασθενών, καλύπτεται από τους εθελοντές αιμοδότες. Ένα μικρό ποσοστό των αναγκών καλύπτεται από τον Ελβετικό Ερυθρό Σταυρό και από τις ένοπλες δυνάμεις, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό που αγγίζει το 50% καλύπτεται από την κατ΄ επίκληση αιμοδοσία, δηλαδή από τους ασθενείς και τους φίλους των ασθενών. Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στην περίπτωση της μεταμόσχευσης αιμοποιητικών κυττάρων και μυελού των οστών. Η Ελλάδα διαθέτει περίπου 25.000 εγγεγραμμένους δότες μυελού τη στιγμή που η Κύπρος, με υποδεκαπλάσιο πληθυσμό από τη χώρα μας, έχει 100.000 εγγεγραμμένους δότες.
Τα στοιχεία αυτά παρουσίασε η αντιπρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας, Μαρία Παγώνη, μιλώντας στους δημοσιογράφους στο περιθώριο του 21ου Πανελλήνιου Αιματολογικού Συνεδρίου που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
«Όσον αφορά τις μεταμοσχεύσεις, ένα 30% περίπου των ασθενών βρίσκουν δότη μέσα στην οικογένεια. Για το υπόλοιπο 70% πρέπει να ψάξουμε στο δίκτυο δεξαμενών των εθελοντών δοτών από όλο τον κόσμο προκειμένου να βρούμε ένα μόσχευμα που να ταιριάζει με τον ασθενή. Όσο μεγαλύτερη είναι μια δεξαμενή τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχουμε να βρούμε δότη για όλους τους ασθενείς. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε μεγάλες εθνικές δεξαμενές διότι εκεί αυξάνουν οι πιθανότητες να βρίσκουμε συμβατό μόσχευμα για συγκεκριμένες ομάδες. Στην Ελλάδα δυστυχώς όλα τα μοσχεύματα έρχονται από το εξωτερικό. Οι αιμοδότες μας σε αυτή την περίπτωση είναι κατά κύριο λόγο Γερμανοί, Αμερικανοί, Ιταλοί και Κύπριοι», επισήμανε η κα Παγώνη.
Οι δημόσιες τράπεζες ομφαλοπλακουντιακών κυττάρων παρέχουν τη δυνατότητα της θεραπείας σε παιδιά και ενήλικες που πρέπει να υποβληθούν άμεσα σε μεταμόσχευση και δεν βρίσκουν μόσχευμα ούτε στις δεξαμενές εθελοντών δοτών ούτε από άλλους δότες.
«Τα περισσότερα μοσχεύματα για τις μεταμοσχεύσεις που έχουμε κάνει μέχρι τώρα στην Ελλάδα τα έχουμε πάρει από την Αμερική, η οποία διαθέτει πολύ μεγάλη δημόσια τράπεζα. Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο δημόσιες τράπεζες φύλαξης του ομφάλιου αίματος. Η πρώτη που λειτούργησε είναι η τράπεζα του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών και η δεύτερη είναι στο νοσοκομείο “Παπανικολάου” της Θεσσαλονίκης. Το δυστύχημα είναι ότι στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται πάρα πολλές ιδιωτικές τράπεζες, τουλάχιστον 20. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε χώρες όπως η Γαλλία και η Αγγλία απαγορεύεται η λειτουργία ιδιωτικών τραπεζών φύλαξης ομφάλιου αίματος και απαγορεύεται και η «εξαγωγή» του ομφάλιου αίματος σε άλλες χώρες για φύλαξη σε ιδιωτικές τράπεζες», πρόσθεσε η κ Παγώνη.
Σύμφωνα με ανακοίνωση που θα παρουσιαστεί στο συνέδριο η Τράπεζα Ομφαλιοπλακουντικών Μοσχευμάτων που λειτουργεί στο νοσοκομείο “Παπανικολάου” της Θεσσαλονίκης από τον Ιούλιο του 2009 δέχτηκε στον έναν χρόνο της λειτουργίας της 1382 μοσχεύματα από τα οποία μόνο τα 496 (35,8%) κρίθηκαν κατάλληλα προς αποθήκευση. Από το σύνολο των μοσχευμάτων το 51% προήλθε από τη Θεσσαλονίκη (14,7% από δημόσια μαιευτήρια και 85,3% από ιδιωτικά) και το υπόλοιπο 49% από νομούς της υπόλοιπης Ελλάδας. Η Τράπεζα Ομφαλιοπλακουντικών Μοσχευμάτων του “Παπανικολάου” δέχεται δωριζόμενα μοσχεύματα που προέρχονται από δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία, η δε επεξεργασία και φύλαξή τους γίνεται εντελώς δωρεάν. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ανακοίνωσης η προσφορά και αποθήκευση μοσχευμάτων στην εν λόγω Τράπεζα αυξάνει με εντατικούς ρυθμούς.
Όπως επισήμανε η διευθύντρια της Μονάδα ς Μεταμόσχευσης του “Παπανικολάου”, Ιωάννα Σακελάρη, ο κόσμος θα πρέπει να πειστεί ότι η φύλαξη ομφαλοπλακουντιακού μοσχεύματος σε ιδιωτική τράπεζα είναι ανώφελη διότι η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί είναι 1/100.000. «Είναι γεγονός παγκόσμιο, και αυτό αναφέρθηκε και πρόσφατα στο διεθνές Συνέδριο Ομφαλοπλακουντιακών Μοσχευμάτων που έγινε στη Γαλλία, ότι μόνο το 70% των ασθενών μας βρίσκουν μόσχευμα από μία δεξαμενή 15 εκατομμυρίων δοτών. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον 30% των ασθενών μας δεν μπορούν να κάνουν μεταμόσχευση. Πιστεύουμε ότι όσο περισσότερα μοσχεύματα έχουμε θα μπορούμε να διασώσουμε έναν σημαντικό αριθμό παιδιών αλλά και ενηλίκων», πρόσθεσε η κα Σακελάρη.