Η απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης χαρακτηρίζει τον διαβήτη τύπου 1 (που παλαιότερα αποκαλούσαμε «νεανικό ή ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη»), ενώ στο διαβήτη τύπου 2 («των ενηλίκων») παρατηρείται η αδυναμία της ινσουλίνης να παίξει το ρόλο της. Στον διαβήτη τύπου 2, όταν δεν υπάρχει επαρκής ρύθμιση της γλυκόζης, κάνει την εμφάνισή της η χρόνια υπεργλυκαιμία, μία κατάσταση που συνδέεται με δυσλειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος και απώλεια της ικανότητάς τους να εκκρίνουν ινσουλίνη. Αυτό ενεργοποιεί ένα φαύλο κύκλο: το υψηλό σάκχαρο προκαλεί εξάντληση των β-κυττάρων λόγω αυξημένων απαιτήσεων, οπότε τα άτομα με διαβήτη παρουσιάζουν προοδευτική και συχνά έντονη ανεπάρκεια ινσουλίνης, με συνέπεια να χρειάζονται τελικά τη χορήγηση ινσουλίνης προκειμένου να διατηρούν τις τιμές του κλασικού δείκτη της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) χαμηλότερες από το όριο του 7%.
Η ινσουλίνη σήμερα αποτελεί όχι μόνο το πιο δραστικό υπογλυκαιμικό φάρμακο που διαθέτουμε στο θεραπευτικό μας οπλοστάσιο, αλλά και έναν σημαντικό παράγοντα που βοηθά τα β-κύτταρα του παγκρέατος από τη μείωση της λειτουργικότητάς τους και μπορεί με τον τρόπο αυτό να τροποποιήσει την έκβαση του διαβήτη. Οπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, κ. Ι. Ιωαννίδης, παθολόγος -διαβητολόγος και υπεύθυνος του Ιατρείου Σακχαρώδη Διαβήτη και Παχυσαρκίας στο Κωνσταντοπούλειο Νοσοκομείο Ν. Ιωνίας, «σε μεγάλες κλινικές μελέτες έχει αποδειχθεί πως η θεραπεία με ινσουλίνη είναι αποτελεσματικότερη από άλλες κλινικές επιλογές που περιλαμβάνουν τη σωστή διατροφή, τη σωματική άσκηση ή τα αντιδιαβητικά χάπια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, ποσοστό μόλις 9% των ατόμων με διαβήτη που αρκούνται μόνο σε διατροφικές προσαρμογές πέτυχαν μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κάτω από 7%, ενώ και η πλειονότητα (53%) από εκείνους που ελάμβαναν αντιδιαβητικά δισκία χρειάστηκαν θεραπεία με ινσουλίνη εντός 6 ετών. Οσο, μάλιστα, πιο έγκαιρα ληφθεί η απόφαση θεραπείας με ινσουλίνη τόσο μεγαλύτερη είναι η προστασία από επιπλοκές του διαβήτη».
Σε αρκετές, όμως, περιπτώσεις, τόσο μεταξύ των ιατρών όσο και μεταξύ ατόμων με διαβήτη, υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς την έναρξη ινσουλίνης ως πρώιμης θεραπευτικής παρέμβασης, ακόμα και όταν τα αντιδιαβητικά χάπια αποτυγχάνουν να ρυθμίσουν ικανοποιητικά τα επίπεδα γλυκόζης αίματος. Πολλοί ασθενείς διστάζουν να λάβουν αγωγή με ινσουλίνη λόγω του φόβου για επιδείνωση της νόσου ή λόγω των καθημερινών υποδόριων ενέσεων, ενώ και ορισμένοι ιατροί αμφιταλαντεύονται, φοβούμενοι την πιθανότητα αύξησης του σωματικού βάρους ή εκδήλωσης επεισοδίων υπογλυκαιμίας που κλινικά μπορούν να εξελιχθούν σοβαρότατα. Ετσι, «ο κόσμος έμαθε να ζει με τον μύθο ότι η έγκαιρη θεραπεία με ινσουλίνη είναι κατάλληλη μόνο για μεμονωμένες περιπτώσεις» συνεχίζει ο κ. Ι. Ιωαννίδης. «Και οι γιατροί, βέβαια, θεωρούν παραδοσιακά (μα εσφαλμένα) πως η ινσουλίνη αποτελεί ακραία επιλογή, που επιφυλάσσεται σε άτομα που αποδεδειγμένα και για ανεξήγητα μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τον διαβήτη με διατροφή και αντιδιαβητικά δισκία», συμπληρώνει.
Συνεχίζοντας ο κ. Ι. Ιωαννίδης, μας λέει ότι ο μύθος αυτός για την ινσουλίνη «δεν συσχετίζεται με την κλινική πραγματικότητα. Πολλές έρευνες σε έγκυρα επιστημονικά ιδρύματα έχουν κάνει σαφές ότι η πρώιμη έναρξη ινσουλίνης μετά τη διάγνωση διαβήτη ή κατά τον χρόνο της λεγόμενης «αστοχίας» άλλων αντιδιαβητικών φαρμάκων βελτιώνει τη λειτουργία των παγκρεατικών β-κυττάρων και τον μεταβολικό έλεγχο εν γένει. Σε σύγκριση με κλινικά ισοδύναμα σχήματα αντιμετώπισης, η θεραπεία που βασίζεται στην ινσουλίνη είναι αποτελεσματική και η δράση της ασκείται χωρίς να προκαλεί μεγαλύτερη αύξηση σωματικού βάρους ή περισσότερα υπογλυκαιμικά επεισόδια, ούτε και μείωση της συμμόρφωσης των ασθενών, της ικανοποίησής τους από τη θεραπεία ή της ποιότητας ζωής τους…».
Η έγκαιρη, πρώιμη (με την έννοια νωρίτερη σε σχέση με τα «παραδοσιακά» σχήματα) έναρξη ινσουλίνης σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια στην πρόληψη και αντιμετώπιση μακροχρόνιων επιπλοκών του διαβήτη και στον ουσιαστικό έλεγχό του, χωρίς να συνδυάζεται με αύξηση βάρους, οιδήματα και συχνές υπογλυκαιμίες που ταλαιπωρούν τους εμπλεκόμενους και τις οικογένειές τους.