Στη μείωση της θνητότητας των γυναικών από καρκίνο του μαστού και του τραχήλου της μήτρας, σε ποσοστά που κυμαίνονται από 30% έως 80%, συμβάλλουν τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου. Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού έχουν συμβάλει στη μείωση της θνησιμότητας έως και 30%, αποτρέποντας 5,7 θανάτους για κάθε 1000 γυναίκες που ελέγχονται. Εξάλλου, ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας μπορεί να συμβάλει στη μείωση της θνησιμότητας κατά 80%, ενώ σε συνδυασμό με το εμβόλιο κατά του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) είναι ικανός να μειώσει τα κρούσματα των καρκίνων έως και 95%.
Τι γίνεται όμως στη χώρα μας; Μόνο το 5% των γυναικών, ηλικίας 50-69 ετών, στη χώρα μας ακολουθεί τη συχνότητα ελέγχου για καρκίνο το μαστού (2-3 χρόνια) που προτείνουν τα Εθνικά Προγράμματα Προσυμπτωματικού Ελέγχου διεθνώς, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, Γιάννης Κυριόπουλος, στο συνέδριο, με θέμα «Πρωτογενής και δευτερογενής πρόληψη του γυναικολογικού καρκίνου-Τελευταίες εξελίξεις», που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη.
Από τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Κυριόπουλος, προκύπτει ότι το 53,8% των γυναικών, ηλικίας 50 έως 69 ετών, έχουν κάνει μαστογραφία τα τελευταία τρία χρόνια, εκ των οποίων το 20,1% έχει κάνει μια μαστογραφία, το 22,7% περισσότερες από πέντε, το 34,5% επαναλαμβάνει την εξέταση ετησίως, το 40,6% κάθε 2-3 έτη και το 21,6% σε άτακτα χρονικά διαστήματα.
Επιπλέον, το 60,8% των γυναικών, οι οποίες δεν έκαναν μαστογραφία τα τελευταία δύο χρόνια, δήλωσαν ότι δεν το θεωρούν απαραίτητο, ενώ το 85,3% των γυναικών που έκαναν ισχυρίζεται ότι δεν έχει λάβει ειδοποίηση για την επανάληψη της εξέτασης.
Όσον αφορά τον έλεγχο για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, το 59,4% των γυναικών έχουν κάνει τεστ Παπανικολάου, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών. «Όπως προκύπτει τόσο από τις απόψεις των ειδικών, όσο και από πρόσφατες διεθνείς μελέτες και κατευθυντήριες οδηγίες, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η εισαγωγή του HPV DNA test στον προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας δύναται να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των προγραμμάτων, που αποσκοπούν στην έγκαιρη διάγνωσή του», επισημαίνει ο κ. Κυριόπουλος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η πλειοψηφία των μελετών οικονομικής αξιολόγησης επιβεβαιώνει την αποδοτικότητα του εμβολιασμού έφηβων γυναικών. Παρόλα αυτά, απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδοτικότητα του εμβολίου αποτελεί:
• η εφόρου ζωής διάρκεια ανοσίας,
• η υψηλή κλινική αποτελεσματικότητα (75%-100%),
• η υψηλή πληθυσμιακή κάλυψη (70% έως 95% ) και
• ο πληθυσμός-στόχος, έφηβες γυναίκες (12-14 ετών)
Μια συνδυαστική στρατηγική προσυμπτωματικού ελέγχου και εμβολιασμού έχει ως αποτέλεσμα τη φθίνουσα οριακή αποτελεσματικότητα των ελέγχων και την αύξηση του συνολικού κόστους. Επομένως, λέει ο κ Κυριόπουλος, υπό την προϋπόθεση της υψηλής εμβολιαστικής κάλυψης (70%-95%), η αποδοτικότητα τόσο του προσυμπτωματικού ελέγχου, όσο και του εμβολίου θα ήταν ελκυστικότερη, αν μειωθεί η συχνότητα διεξαγωγής των ελέγχων και μετατεθεί χρονικά η έναρξή τους.
«Δεδομένου ότι το σύστημα υγείας εμφανίζει φαινόμενα φθίνουσας οριακής παραγωγικότητας επιβάλλεται η αλλαγή της ‘τεχνολογίας παραγωγής’ και η αναζήτηση της μεγιστοποίησης της παραγωγικής και κατανεμητικής αποδοτικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, ένα νέο ‘παράδειγμα’ και ως εκ τούτου εναλλακτικά ‘εργαλεία’ άσκησης πολιτικής υγείας είναι αναγκαία και ενδεχομένως ικανή συνθήκη ανασυγκρότησης του υγειονομικού τομέα. Η δεσπόζουσα πρακτική του ευκαιριακού προσυμπτωματικού ελέγχου στη χώρα μας είναι κλινικά αναποτελεσματική και οικονομικά μη αποδοτική. Η υιοθέτηση Εθνικού Προγράμματος Προσυμπτωματικού Ελέγχου συνιστά μια ιατρικά αποτελεσματική και οικονομικά αποδοτική απάντηση στην κρίση ιατρικής περίθαλψης, η οποία ενδημεί στη χώρα μας», τονίζει ο κ. Κυριόπουλος.