Το σώμα χρειάζεται μια συγκεκριμένη ποσότητα θερμότητας, όμως αν ξεπεραστούν κάποια όρια, οι ανεπαρκείς ή υπερβολικές ποσότητες είναι επιβλαβείς. Η τοπική δράση της υπερβολικής θερμότητας προκαλεί εγκαύματα ή καψίματα. Εκτός από το θερμικό υπάρχει και το ηλεκτρικό έγκαυμα.
Η θεραπεία εξαρτάται από το βαθμό του εγκαύματος.
Θερμικά εγκαύματα
Τραυματισμός ποικίλης εντάσεως είναι δυνατόν να οφείλεται στην επίδραση της υπερβολικής θερμότητας στο δέρμα. Αν η θερμότητα είναι σημαντικά αυξημένη, το δέρμα και οι υποκείμενοι ιστοί μπορεί να καταστραφούν. Οι αλλοιώσεις στο δέρμα που προκαλούνται από την ξηρή θερμότητα ή την εμβαπτιση σε καυτό υγρό ταξινομούνται σε τέσσερις βαθμούς.
Ένα έγκαυμα πρώτου βαθμού στο δέρμα οδηγεί κυρίως σε μια ενεργό συμφόρηση των επιφανειακών αιμοφόρων αγγείων που προκαλεί ερύθημα, το οποίο ακολουθείται από επιδερμιδική απολέπιση. Το κοινό ηλιακό έγκαυμα αποτελεί το συχνότερο παράδειγμα εγκαύματος πρώτου βαθμού. Το άλγος και η αυξημένη θερμότητα της επιφάνειας μπορεί να είναι σοβαρά και και δεν είναι σπάνια η συστηματική αντίδραση αν η προσβεβλημένη επιφάνεια είναι εκτεταμένη.

Έγκαυμα από ζεστό καφέ.
Τα εγκαύματα δευτέρου βαθμού υποδιαιρούνται στις επιπολής και τις εν τω βάθει μορφές. Στον επιφανειακό τύπο υπάρχει διίδρωση ορού από τα τριχοειδή, που προκαλεί οίδημα στους επιφανειακούς ιστούς. Κάτω από τις εξώτατες στιβάδες της επιδερμίδας συγκεντρώνεται ορός που οδηγεί στο σχηματισμό φυσαλίδων και πομφολύγων. Η πλήρης αποκατάσταση χωρίς ουλοποίηση είναι συνήθης στα εγκαύματα αυτού του είδους.
Το εν τω βάθει έγκαυμα δευτέρου βαθμού είναι ωχρό και χαρακτηρίζεται από αναισθησία. Ο τραυματισμός του δικτυωτού χορίου επιφέρει μείωση της αιματικής ροής και καταστροφή των εξαρτημάτων, με αποτέλεσμα η επούλωση να επέρχεται μετά από 1 μήνα και να οδηγεί σε ουλοποίηση.
Στα εγκαύματα τρίτου βαθμού παρουσιάζεται απώλεια ιστού που αποτελείται από ολόκληρο του πάχος του δέρματος και συχνά τμήματος των υποδόριων ιστών. Εφόσον καταστρέφονται τα εξαρτήματα του δέρματος, δεν απομένει επιθήλιο για την αναγέννηση του δέρματος. Προκύπτει ένα ελκωτικό τραύμα, το οποίο επουλώνεται καταλείποντας ουλή.
Τα εγκαύματα τετάρτου βαθμού συνίστανται σε καταστροφή ολόκληρου του δέρματος και του υποδόριου λιπώδους ιστού μαζί με κάθε υποκείμενο τένοντα.
Τόσο τα εγκαύματα τρίτου, όσο και τα εγκαύματα τετάρτου βαθμού απαιτούν την τοποθέτηση μοσχεύματος για να επιτευχθεί η σύγκλειση τους.
Όλα τα εγκαύματα τρίτου και τετάρτου βαθμού ακολουθούνται από συστηματικά συμπτώματα ποικίλης βαρύτητας, η οποία εξαρτάται από το μέγεθος της προσβεβλημένης επιφάνειας, το βάθος του εγκαύματος, ιδίως όμως από την εντόπιση της εγκαυματικής επιφάνειας. Φαίνεται πως όσο περισσότερο αγγειοβριθής είναι η προσβεβλημένη περιοχή, τόσο πιο έντονα είναι τα συμπτώματα.
Τα συμπτώματα της καταπληξίας εμφανίζονται μέσα σε 24 ώρες από το θερμικό τραυματισμό και ακολουθούνται από συμπτώματα τοξιναιμίας εξαιτίας της απορρόφησης του κατεστραμμένου ιστού στην επιφάνεια του τραύματος. Εν συνεχεία είναι δυνατόν να εκδηλωθούν συμπτώματα από τη μόλυνση του τραύματος, οφειλόμενα στη συγκέντρωση πυογόνων μικροοργανισμών. Τα συμπτώματα που αναπτύσσσνται στα πλαίσια των τριών αυτών καταστάσεων είναι δυνατόν να αλληλοεπικαλύπτονται, με αποτέλεσμα η διάκριση τους να είναι δυσχερής.
Η πρόγνωση είναι πτωχή για κάθε ασθενή που παρουσιάζει εκτεταμένη προσβολή της επιφάνειας του δέρματος, ιδίως όταν έχει υποστεί έγκαυμα πάνω από τα δύο τρίτα της επιφάνειας του σώματος. Εκτός από τη μόλυνση του τραύματος και των πέριξ ιστών (κυτταρίτιδα), είναι δυνατόν να εμφανιστεί σήψη με προσβολή των εσωτερικών οργάνων, όπως είναι οι μήνιγγες, οι πνεύμονες, ή οι νεφροί. Η κατάσταση του ασθενούς μπορεί να επιδεινωθεί περαιτέρω εξαιτίας των ηλεκτρολυτικών διαταραχών, της μεταβολής του ισοζυγίου των υγρών και της απώλειας πρωτεϊνών του ορού.
Η εκσεσημασμένη ουλοποίηση, είτε με την ανάπτυξη χηλοειδών είτε αποπλατυσμένων ουλών με συνολκές, μπορεί να προκαλέσει δυσμορφίες και δυσλειτουργίες των αρθρώσεων, καθώς επίσης και χρόνιες εξελκώσεις οφειλόμενες σε διαταραχή της τοπικής κυκλοφορίας.
Επιβραδυνομένη μεταεγκαυματική ανάπτυξη πομφολύγων παρουσιάζεται στα τραύματα μερικού πάχους και τις δότριες θέσεις δερματικού μοσχεύματος, είναι συχνότερη στα κατώτερο τμήμα των κάτω άκρων και είναι αυτοπεριοριζόμενη.
Οι εγκαυματικές ουλές μπορεί να αποτελέσουν θέσεις ανάπτυξης καρκινώματος ή σαρκώματος. Με τη βοήθεια της σύγχρονης επανορθωτικής χειρουργικής τα δυσάρεστα αυτά τελικά αποτελέσματα είναι δυνατόν να ελαχιστοποιηθούν.
Θεραπεία
Η άμεση πρώτη βοήθεια για πολύ ήπια θερμικά εγκαύματα συνίσταται στις ταχείες εφαρμογές ψυχρού (παγωμένο νερό ή κρύο νερό βρύσης αν δεν βρίσκεται εκείνη τη στιγμή πάγος), οι οποίες συνεχίζονται μέχρι το άλγος να μην επανέλθει μετά από τη διακοπή τους.
Οι φυσαλίδες ή οι πομφόλυγες που δημιουργούνται στα εγκαύματα δευτέρου βαθμού δεν θα πρέπει να διανοίγονται αλλά θα πρέπει να προφυλάσσονται από τραυματισμούς, εφόσον σχηματίζουν ένα φυσικό φραγμό έναντι της μόλυνσης από μικροοργανισμούς.
Αν καταστούν τεταμένες και υπερβολικά επώδυνες, είναι δυνατόν να αφαιρεθεί το περιεχόμενο υγρό κάτω από αυστηρά άσηπτες συνθήκες μέσω παρακέντησης του τοιχώματος τους με μια αποστειρωμένη βελόνα. Η διαδικασία αυτή επιτρέπει στην πομφόλυγα να καταρρεύσει και να καλύψει την υποκείμενη πληγή.
Η αλοιφή αργυρούχου σουλφαδιαζίνης (Silvaaene) έχει αποδειχτεί αποτελεσματική στον έλεγχο των λοιμώξεων των εγκαυματικών πληγών. Όμως οι αλλεργίες στα φάρμακα που περιέχουν ομάδα – σούλφα και η λευκοπενία μπορεί να επιπλέξουν τη χρήση της Silvadene. Για τους λόγους αυτούς, στις μονάδες εγκαυμάτων προτιμάται το διάλυμα νιτρικού αργύρου 0.05% ή τα εμποτισμένα με άργυρο επιθέματα.
Στα βαριά εν τω βάθει εγκαύματα, όπου παρατηρείται απανθράκωση, χρησιμοποιείται συχνά Sulfamylon. Πρόσφατα ανεπτυγμένα υποκατάστατα δέρματος που περιέχουν συνθετικές δίστιβες μεμβράνες κολλαγόνου χρησιμοποιούνται όλο και συχνότερα για την κάλυψη των τραυμάτων αυτών. Σε πολλά κέντρα, χρησιμοποιούνται καλλιεργημένα επιδερμιδικά μοσχεύματα, τόσο αυτόλογα, όσα και αλλογενετικά, με πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα.
Η νοσηρότητα και η θνησιμότητα που έπονται των σοβαρών εγκαυμάτων οφείλονται συχνά σε βακτηριακές και μυκητιασικές λοιμώξεις. Ως εκ τούτου η θεραπεία θα πρέπει να κατευθύνεται προς την αποφυγή αυτής της επιπλοκής. Η οριστική θεραπεία συνίσταται στη λήψη μέτρων έναντι της καταπληξίας, στην αφαίρεση του χαλαρού δέρματος και των ρύπων, καθώς επίσης και στην εφαρμογή αλοιφής αργυρούχου σουλφαδιαζίνης. Χορηγούνται αντιβιοτικά, ο ασθενής υποστηρίζεται με υγρά και ηλεκτρολύτες και η καλή θρέψη του διατηρείται με συμπληρώματα βιταμινών. Η καθιερωμένη μέθοδος αντιμετώπισης είναι η ταχεία πρωτοπαθής εκτομή των εν τω βάθει χοριακών και πλήρους πάχους εγκαυματικών πληγών με επακόλουθη τοποθέτηση μοσχεύματος.
Τα σοβαρά εγκαύματα δευτέρου και τρίτου βαθμού, ειδικά εκείνα που καταλαμβάνουν έκταση μεγαλύτερη από 15% της επιφάνειας του δέρματος, απαιτούν εξειδικευμένες ομάδες ιατρών, οι οποίες συνεργάζονται στις μονάδες εγκαυμάτων για να παρέχουν την πλέον αποτελεσματική θεραπεία.