Το τρέμουλο δεν είναι το βασικό σύμπτωμα της νόσου Πάρκινσον, ούτε εμφανίζεται πάντα, όπως πιστεύει ο περισσότερος κόσμος. Το βασικό σύμπτωμα είναι η βραδυκινησία. Αρκετές ασθένειες έχουν συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά της νόσου Πάρκινσον και έτσι συχνά μπορεί να γίνεται λάθος διάγνωση καθώς δεν υπάρχει κάποια εργαστηριακή ή απεικονιστική εξέταση που να επιβεβαιώνει την παρουσία ή την απουσία της νόσου.
Οι μελέτες δείχνουν ότι στο 25% των περιπτώσεων οι διαγνώσεις της νόσου Πάρκινσον είναι λανθασμένες, γιατί υπάρχουν πολλές ασθένειες που μιμούνται τα συμπτώματα της νόσου κι έτσι άλλοτε οι διαγνώσεις είναι ψευδώς θετικές και άλλοτε ψευδώς αρνητικές.
Αυτές οι ασθένειες είναι τα Πάρκινσον Plus σύνδρομα (πολυσυστηματική ατροφία, προϊούσα υπερπυρηνική παράλυση), ο υδροκέφαλος φυσιολογικής πίεσης, η λευκοεγκεφαλοπάθεια (αγγειακή νόσος εγκεφάλου) και η άνοια με σωμάτια Lewy. Οι διαφορές μεταξύ τους είναι σημαντικές αλλά συχνά τα συμπτώματα μοιάζουν κι έτσι για να τεθεί η οριστική διάγνωση μερικές φορές πρέπει ο γιατρός να παρακολουθεί την εξέλιξη του ασθενούς 1-2 χρόνια.
Η διάγνωση της νόσου Πάρκινσον βασίζεται σε λεπτομερή νευρολογική εξέταση με την οποία αξιολογούνται τα αντανακλαστικά, η μυϊκή δύναμη, ο συντονισμός των κινήσεων, η ισορροπία, ο διασκελισμός και η κινητικότητα του ασθενούς. Όμως η οριστική διάγνωση μπορεί να μην τεθεί πριν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Τα συμπτώματα
Το βασικό κριτήριο για τη διάγνωσή της νόσου Πάρκινσον είναι να έχει ο ασθενής βραδυκινησία (αργές κινήσεις) και ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
- τρόμο (τρέμουλο) κάποιου άκρου,
- δυσκαμψία σε ένα άκρο,
- αστάθεια στη βάδιση.
Η βραδυκινησία μπορεί λανθασμένα να θεωρηθεί ως ένδειξη κατάθλιψης ενώ σε προχωρημένη ηλικία μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι φυσιολογικό, ωστόσο μπορεί να υποδηλώνει Πάρκινσον. Η βραδυκινησία είναι συνεχής και όχι διακοπτόμενη ενώ μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και στους μυς του προσώπου. Αρχίζει πάντα από τη μία πλευρά του σώματος και στη συνέχεια προσβάλλει και την άλλη πλευρά.
Τα παραπάνω συμπτώματα. για να έχουν αιτία τη νόσο Πάρκινσον, πρέπει να εμφανιστούν με συγκεκριμένη χρονική σειρά. Να έχουν αρχίσει ετερόπλευρα (από τη μία μεριά του σώματος) και αργότερα να γίνουν αμφοτερόπλευρα (και στις δύο μεριές). Αν εξ αρχής επιβραδυνθούν οι κινήσεις και στα δύο χέρια ή εμφανιστεί τρέμουλο και στα δύο χέρια, αναζητούνται άλλες ασθένειες.
Κάτι που απομακρύνει το ενδεχόμενο για Πάρκινσον είναι να μην ανταποκρίνεται ο ασθενής στο κύριο φάρμακο της νόσου, τη ντοπαμίνη, ακόμα και όταν λαμβάνεται υψηλή δοσολογία, 1.200 mg την ημέρα, για ένα μήνα.
Οι ασθενείς που έχουν ως πρώιμο σύμπτωμα αστάθεια και πτώσεις, σπάνια έχουν Πάρκινσον, διότι τα συμπτώματα αυτά κανονικά εμφανίζονται έπειτα από 7-8 χρόνια νόσου. Μεγάλη σημασία έχει επίσης η κατεύθυνση της πτώσης. Στη νόσο Πάρκινσον η πτώση είναι κατά κανόνα προς τα μπροστά ενώ στα άλλα νοσήματα είναι προς τα πίσω. Επίσης, οι ασθενείς με Πάρκινσον πέφτουν συνήθως όταν θέλουν να στρίψουν, ενώ οι ασθενείς με Πάρκινσον Plus σύνδρομα πέφτουν συνήθως όταν περπατούν ευθεία ή όταν στέκονται όρθιοι.
Σπάνια έχει Πάρκινσον ένας ασθενής που παρουσιάζει νωρίς δυσαρθρία (μιλάει μπερδεμένα, «μασάει» τα λόγια του, ψευδίζει) και δυσφαγία (πνίγεται ακόμα και με το σάλιο του, με το νερό, με τις σούπες, και βήχει όταν τρώει ή πίνει). Ακόμα κι όταν έχει βραδυκινησία και τρέμει, δεν μπορεί να έχει Πάρκινσον διότι αυτή η νόσος δεν προκαλεί δυσαρθρία αλλά υποφωνία, δηλαδή χαμηλόφωνη φωνή. Όσον αφορά τη δυσφαγία, αυτή κανονικά χρειάζεται 10 χρόνια για να εμφανιστεί στη νόσο Πάρκινσον. Η δυσαρθρία υποδηλώνει περισσότερο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, λευκοεγκεφαλοπάθεια ή προϊούσα υπερπυρηνική παράλυση.
Άλλες ενδείξεις ότι δεν πρόκειται για νόσο Πάρκινσον είναι να μην μπορεί ο ασθενής να κοιτάξει προς τα πάνω, να έχει νωρίς (μέσα στην πρώτη διετία) οπτικές παραισθήσεις ή ορθοστατική υπόταση, ή να παρουσιάσει άνοια πολύ νωρίς (μέσα στο πρώτο έτος). Οι ασθενείς με Πάρκινσον (το 30-40%) εμφανίζει άνοια στα τελευταία στάδια της νόσου.
Να σημειωθεί ότι ένα πρώιμο σύμπτωμα της νόσου Πάρκινσον είναι η ανοσμία, δηλαδή ο ασθενής χάνει ένα μέρος της ικανότητας να μυρίζει. Επίσης εμφανίζει στον ύπνο του υπερκινητικότητα. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και οκτώ χρόνια πριν τη διάγνωση της ασθένειας.