Φαρμακευτική βιομηχανία: Στο 5 ο πολλαπλασιαστής των θέσεων εργασίας στην Ευρώπη

Η φαρμακευτική βιομηχανία εξακολουθεί να αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης στην ευρωπαϊκή οικονομία. Αυτό είναι μόνο ένα από τα κύρια συμπεράσματα από την πλέον πρόσφατη ανάλυση με τίτλο «Το οικονομικό αποτύπωμα επιλεγμένων φαρμακευτικών εταιρειών στην Ευρώπη», που πραγματοποιήθηκε από τον ανεξάρτητο ερευνητικό ινστιτούτο οικονομικών, WIFOR.

Συγκεκριμένα, η έκθεση εξετάζει τον οικονομικό αντίκτυπο από επτά φαρμακευτικές εταιρείες – Abbvie, AstraZeneca, Boehringer Ingelheim, Ipsen, J & J, Novartis και Sanofi – και την συμβολή τους στο σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας από το 2010 έως το 2014.

Οι επιλεγμένες εταιρείες έχουν συνεισφέρει συνολικά 77,9 δισ. ευρώ στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) το 2014, εκ των οποίων 34,6 δισ. ευρώ σε άμεσα αποτελέσματα και 43,3 δισ. ευρώ σε έμμεσα και επαγωγικά αποτελέσματα. Αυτό μεταφράζεται ως εξής: Για κάθε ένα ευρώ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας που δημιουργείται από τις επτά συμμετέχουσες εταιρείες, δημιουργείται 1,3 επιπλέον ευρώ ως όφελος για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Η έκθεση υπογραμμίζει τη συνεισφορά του φαρμακευτικού κλάδου και στην απασχόληση στην Ευρώπη, με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των επτά επιλεγμένων επιχειρήσεων να υποστηρίζουν σχεδόν 865.000 θέσεις εργασίας. Από αυτούς, οι 153.027 άτομα απασχολούνται άμεσα από τη βιομηχανία, ενώ οι 711.661 θέσεις εργασίας δημιουργούνται έμμεσα, μέσω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με προμηθευτές αγαθών και υπηρεσιών ή επαγωγικά, μέσω των υπαλλήλων της εταιρείας, που ξοδεύουν τα χρήματά τους σε αγορά αγαθών, ψυχαγωγία κ.ά.

Ο πολλαπλασιαστής των θέσεων εργασίας

Αυτό σημαίνει ότι περίπου πέντε επιπλέον θέσεις εργασίας υποστηρίζονται από κάθε θέση απασχόλησης που δημιουργείται από τη φαρμακευτική βιομηχανία. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή που καταγράφεται μεταξύ όλων των τομέων της βιομηχανίας. Η έκθεση τονίζει την αξία του φαρμακευτικού τομέα για την ευρωπαϊκή καινοτομία, με εστίαση στην έρευνα και την ανάπτυξη (R & D), κάτι το οποίο αποτελεί βασικό πλεονέκτημα της οικονομίας της ΕΕ.

Παρότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει ως στόχο οι δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης να αντιπροσωπεύουν το 3% του ΑΕΠ το έτος 2020, οι παραπάνω επιλεγμένες φαρμακευτικές εταιρείες της έρευνας έχουν ήδη ξεπεράσει το ποσοστό αυτό, με συντελεστή 6% και επανεπένδυση 17,4% των εσόδων τους στην έρευνα και ανάπτυξη.

Σχολιάζοντας την έκθεση, ο Eric Cornut, Interim Director General του EFPIA, δήλωσε: «Η έκθεση WIFOR υπογραμμίζει τη σημασία που έχει ο φαρμακευτικός κλάδος για την ευρωπαϊκή οικονομία. Σε μια παγκοσμίως ανταγωνιστική αγορά, είναι κρίσιμο για την Ευρώπη οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να προωθήσουν ένα περιβάλλον που υποστηρίζει την φαρμακευτική έρευνα, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις».

Δείτε επίσης