Η πιο κοινή τροφική δυσανεξία στο δυτικό ημισφαίριο είναι η δυσκολία πέψης της φρουκτόζης, καθώς επηρεάζει σχεδόν το 40% του πληθυσμού.
Η δυσανεξία στη φρουκτόζη ίσως είναι αποτέλεσμα μιας ακραίας κληρονομικής ανικανότητας του μεταβολισμού των σακχάρων που περιέχουν τα φρούτα, με αποτέλεσμα το πεπτικό σύστημα των ασθενών να αντιδρά ακόμα και στις μικρότερες ποσότητες.
Όμως οι περισσότεροι από όσους επηρεάζονται από τη δυσανεξία στη φρουκτόζη, στην πραγματικότητα έχουν μια πάθηση που περιγράφεται ακριβέστερα ως δυσαπορρόφηση φρουκτόζης, ενώ προβλήματα εμφανίζουν μόνο όταν έρχονται αντιμέτωποι με μεγάλες ποσότητες σακχάρων.
Όταν τα σάκχαρα των φρούτων περιγράφονται στις συσκευασίες των τροφίμων ως «φρουκτόζη», οι καταναλωτές υποθέτουν συχνά ότι αποτελούν μια υγιεινότερη, πιο φυσική επιλογή. Για τον λόγο αυτό οι παρασκευαστές τροφίμων επιλέγουν να γλυκαίνουν τα προϊόντα τους με καθαρή φρουκτόζη. Ως αποτέλεσμα, το πεπτικό μας σύστημα εκτίθεται περισσότερο από ποτέ σε μεγαλύτερες ποσότητες τέτοιων σακχάρων.
Ένα μήλο την ημέρα δεν δημιουργεί πρόβλημα στην πλειονότητα όσων έχουν δυσανεξία στη φρουκτόζη, δυστυχώς όμως το κέτσαπ στις πατάτες τους, η γλυκαντική ουσία στο γιαουρτάκι του πρωινού τους και το φακελάκι με τη σούπα που ζέσταναν για το μεσημεριανό τους, όλα περιέχουν πρόσθετη φρουκτόζη.
Άρα, αυτό που ονομάζουμε τροφική δυσανεξία ίσως δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αντίδραση ενός υγιούς σώματος που προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια διατροφική κατάσταση παντελώς άγνωστη στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης μας. Η σημερινή πρόσληψη φρουκτόζης ενός μέσου Αμερικανού είναι κοντά στα 80 γραμμάρια τη μέρα. Δύο γενιές πριν οι άνθρωποι δεν λάμβαναν περισσότερα από 16 με 25 γραμμάρια ημερησίως.
Ο μηχανισμός πίσω από τη δυσανεξία στη φρουκτόζη διαφέρει από εκείνον της πέψης της γλουτένης ή της λακτόζης. Τα κύτταρα όσων έχουν γενετική δυσανεξία στη φρουκτόζη περιέχουν λιγότερα ένζυμα επεξεργασίας της φρουκτόζης. Αυτό σημαίνει ότι η φρουκτόζη συγκεντρώνεται στα κύτταρα τους αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ενέργεια και παρεμποδίζει άλλες διαδικασίες.
Όταν η δυσανεξία στη φρουκτόζη που εμφανίζεται αργότερα στη ζωή, θεωρείται ότι προκαλείται από τη μειωμένη ικανότητα του εντέρου να απορροφήσει τα σάκχαρα των φρούτων. Οι ασθενείς αυτοί συχνά έχουν λιγότερους διαβιβαστές (που ονομάζονται διαβιβαστές GLUT5) στο εντερικό τοίχωμα. Όταν καταναλώνουν έστω και μικρή ποσότητα φρουτοσακχάρων -τρώγοντας π.χ. ένα αχλάδι-, οι περιορισμένοι διαβιβαστές τους καταβάλλονται και, όπως και με τη δυσανεξία στη λακτόζη, τα σάκχαρα καταλήγουν στη χλωρίδα του παχέος εντέρου.
Ωστόσο, ορισμένοι ερευνητές αμφιβάλλουν αν η έλλειψη επαρκών διαβιβαστών είναι η πραγματική αιτία του προβλήματος, αφού, ακόμα και όσοι δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, διαπιστώνεται ότι στο παχύ τους έντερο καταλήγει άπεπτο ένα μέρος της φρουκτόζης (ειδικά όταν πρόκειται για μεγάλη κατανάλωση). Τα προβλήματα που βιώνουν ίσως οφείλονται σε κάποια ανισορροπία στη χλωρίδα του εντέρου. Όταν τρώνε ένα αχλάδι, η επιπλέον ζάχαρη καταβροχθίζεται από τα εντερικά βακτήρια, που με τη σειρά τους προκαλούν μάλλον δυσάρεστα συμπτώματα.
Διαταραχές συναισθημάτων
Η δυσανεξία στη φρουκτόζη μπορεί να επηρεάσει τη διάθεση μας. Η ζάχαρη βοηθά το σώμα να απορροφήσει πολλά άλλα θρεπτικά στοιχεία στο κυκλοφορικό μας. Για παράδειγμα, στο αμινοξύ τρυπτοφάνη αρέσει να προσκολλάται στη φρουκτόζη κατά την πέψη. Όταν στο έντερο υπάρχει περισσότερη φρουκτόζη απ’ όση μπορεί να απορροφηθεί από το αίμα, με αποτέλεσμα να χάνουμε αυτή τη ζάχαρη, χάνουμε επίσης και την αντίστοιχη τρυπτοφάνη.
Από την πλευρά της, η τρυπτοφάνη είναι απαραίτητη στο σώμα για την παραγωγή σεροτονίνης – ενός νευροδιαβιβαστή που έγινε γνωστός ως η ορμόνη της ευτυχίας, αφότου αποκαλύφθηκε ότι η έλλειψη του μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη. Άρα, μία δυσανεξία στη φρουκτόζη που παραμένει αδιάγνωστη, μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές συναισθημάτων. Η σεροτονίνη όχι μόνο βοηθά να έχουμε καλή διάθεση, αλλά ευθύνεται και για το ευχάριστο αίσθημα κορεσμού μετά από ένα γεύμα.
Δημιουργείται λοιπόν η απορία αν μια διατροφή που περιλαμβάνει μεγάλες ποσότητες φρουκτόζης μπορεί επίσης να επηρεάσει τη διάθεση μας, ακόμα και αν δεν υπάρχει δυσανεξία. Για πάνω από το 50% των ανθρώπων, η κατανάλωση 50 ή περισσότερων γραμμαρίων φρουκτόζης τη μέρα (που αντιστοιχούν σε πέντε αχλάδια, οχτώ μπανάνες ή περίπου έξι μήλα) θα επιβαρύνει τους φυσικούς διαβιβαστές τους. Η κατανάλωση μεγαλύτερης ποσότητας μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα όπως διάρροια, στομαχόπονο, τυμπανισμό και, για μεγαλύτερα διαστήματα, διαταραχές κατάθλιψης.