Μολυβδαίνιο: Ιδιότητες, οφέλη και παρενέργειες

Το µολυβδαίνιο αποτελεί ένα σηµαντικό ιχνοστοιχείο της διατροφής, όπως ο σίδηρος και το μαγνήσιο. Δεν υπάρχει φυσιολογικά σε αμιγώς μεταλλική μορφή αλλά μάλλον, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ή κυρίως σε διαλύματα με τη μορφή ανιόντος μολυβδικού.

Ως μέταλλο χρησιμοποιείται κυρίως σε μεταλ­λουργικές εφαρμογές, όπως τα μεταλλεύματα του ακηλίδωτου ατσαλιού και του χυτοσιδήρου, καθώς και σε μεταλλοκεραμικές συνθέσεις. Οι ενώσεις του μολυβδαινίου έχουν αντιδιαβρωτικές και λιπαντικές ιδιότητες και μπορούν να δράσουν ως χημικοί καταλύτες.

Σε ποιες τροφές υπάρχει

Η πρόσληψη μολυβδαινίου από το έδαφος γίνεται από τα φυτά -κυρίως σε εδάφη που χαρακτηρίζονται από αλκαλικό ή ουδέτερο pH. Στη συνέχεια λαμβάνεται από τον άνθρωπο μέσω της διατροφικής αλυσίδας. Το νερό περιέχει ελάχιστη ποσότητα μολυβδαινίου, εκτός από τις περιοχές που βρίσκονται κοντά σε ορισμένα μεταλλωρυχεία.

Οι κυριότερες πηγές του µολυβδαινίου είναι το γάλα, τα γαλακτοκοµικά προϊόντα, τα ξηρά φασόλια, οι φακές, ο αρακάς, τα δηµητριακά ολικής αλέσεως (ιδιαίτερα το φύτρο), το συκώτι και τα νεφρά. Τα φρούτα και τα λαχανικά περιέχουν μικρές ποσότητες. Το µολυβδαίνιο διατίθεται στην αγορά και σε συµπληρώµατα µετάλλων αλλά όπως συμβαίνει και με άλλα συμπληρώματα, η υψηλή δοσολογία μπορεί να έχει παρενέργειες.

Το ιχνοστοιχείο απορροφάται από τις τροφές σε ποσοστό 40-100% – από ορισμένες τροφές όπως η σόγια δεν απορροφάται καλά. Στη συνέχεια μεταφέρεται μέσω του αίματος χαλαρά συνδεδεµένο µε τα ερυθρά κύτταρα. Βρίσκεται δεσµευµένο κυρίως από την Α2-µακροσφαιρίνη (μια από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος πρωτεΐνες του αίματος που μεταφέρει ορμόνες και ένζυμα).

Ιδιότητες

Ένα μέρος του μετάλλου μεταφέρεται κυρίως στο συκώτι και τα νεφρά, και δευτερευόντως στα οστά και στο δέρμα. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος  μετατρέπεται σε συνπαράγοντα ενζύμων. Οποιαδήποτε περίσσεια μολυβδαινίου απεκκρίνεται μέσω των ούρων και της χολής.

Το μέταλλο δρα σαν απαραίτητος συµπαράγοντας ενζύµων. Ειδικότερα, ενεργοποιεί τέσσερα σημαντικά ένζυμα:

  1. Της αλδεϋδικής οξειδάσης: Διαλύει τις αλδεΰδες οι οποίες μπορεί να είναι τοξικές για το σώμα. Επίσης, βοηθά το συκώτι να καταστρέψει το αλκοόλ και κάποια φάρμακα, όπως εκείνα που χρησιμοποιούνται σε θεραπείες καρκίνου.
  2. Της οξειδάσης/δεϋδρογονάσης της ξανθίνης: Μετατρέπει την ξανθίνη σε ουρικό οξύ.
  3. Της θειικής οξειδάσης: Aποτρέπει την επικίνδυνη συσσώρευση θειωδών στο σώμα. Ο ρόλος του μολυβδαινίου στη διάσπαση των θειωδών είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Τα θειώδη άλατα απαντώνται φυσικά στα τρόφιμα και επίσης μερικές φορές προστίθενται ως συντηρητικά. Εάν συσσωρεύονται στο σώμα, μπορεί να προκαλέσουν αλλεργική αντίδραση που μπορεί να περιλαμβάνει διάρροια, δερματικά προβλήματα ή δυσκολίες στην αναπνοή.
  4. Του συστατικού μείωσης της μιτοχονδριακής αμιδοξίμης (mARC): Η λειτουργία αυτού του ενζύμου δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά θεωρείται ότι απομακρύνει τοξικά υποπροϊόντα του μεταβολισμού.

Αν και είναι ξεκάθαρο ότι το μολυβδαίνιο είναι απαραίτητο για τον οργανισμό, είναι δύσκολο να προκληθούν συμπτώματα ανεπάρκειας τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα. Κι αυτό διότι χρειάζεται σε μικρές ποσότητες. Από πειράματα σε ζώα κατά τα οποία χορηγήθηκαν μεγάλες ποσότητες του ανταγωνιστή του μολυβδαινίου, του βολφραμίου, στα συμπτώματα ανεπάρκειας συμπεριλαμβάνονταν καταστολή της κατανάλωσης τροφής, ελάττωση της ικανότητας αναπαραγωγής και αύξηση των συγκεντρώσεων χαλκού στο συκώτι και τον εγκέφαλο.

Η μακροχρόνια ανεπάρκεια μολυβδαινίου έχει παρατηρηθεί σε ορισμένους πληθυσμούς και έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του οισοφάγου. Σε μια μικρή περιοχή της Κίνας, ο καρκίνος του οισοφάγου είναι 100 φορές πιο κοινός από ότι στις ΗΠΑ. Διαπιστώθηκε ότι το έδαφος σε αυτή την περιοχή περιέχει πολύ χαμηλά επίπεδα μολυβδαινίου.

Οι απαιτήσεις των ενηλίκων για μολυβδαίνιο έχουν εκτιμηθεί στα 45 μg (μικρογραμμάρια) την ημέρα (Institute of Medicine, USA). Οι μέσες προσλήψεις τείνουν να είναι σημαντικά μεγαλύτερες από την τιμή αυτή. Οι συστάσεις για την πρόσληψη από τη διατροφή είναι:

  • 1-3 έτη: 17 μg ημερησίως
  • 4-8 έτη: 22 μg ημερησίως
  • 9-13 έτη: 34 μg την ημέρα
  • 14-18 ετών: 43 μg ημερησίως
  • Όλοι οι ενήλικες άνω των 19 ετών: 45 μg την ημέρα.
  • Γυναίκες έγκυες ή θηλάζουσες σε οποιαδήποτε ηλικία: 50 μg ημερησίως.

Η μέση ημερήσια πρόσληψη μολυβδαινίου στις ΗΠΑ είναι 76 μικρογραμμάρια για τις γυναίκες και 109 μικρογραμμάρια για τους άνδρες. O υπολογισμός των επιπέδων του μολυβδαινίου στον οργανισμό είναι δύσκολος.

Παρενέργειες

Το 2001, το Αμερικανικό Συμβούλιο Τροφίμων και Διατροφής έθεσε τα ανεκτά ανώτατα όρια για το μολυβδαίνιο στα 2.000 μg (2 mg) την ημέρα για τους ενήλι­κες (19 ετών και άνω). Η βάση για τη θέσπιση των ανωτάτων ορίων υπήρξε η αρνητική επίπτωση στην ικανότητα αναπαραγωγής σε ζώα.

Το µολυβδαίνιο είναι σχετικά µη τοξικό. Υψηλές προσλήψεις (10-15 mg την ημέρα έχουν συσχετιστεί µε αυξηµένες συγκεντρώσεις ουρικού οξέος στο αίµα και µε αυξηµένη συχνότητα εµφάνισης ουρικής αρθρίτιδας λόγω της δράσης του ενζύμου οξειδάση της ξανθίνης. Μπορεί επίσης να προκαλέσει μειωμένη ανάπτυξη των οστών και μειωμένη οστική πυκνότητα.

Μια μελέτη βρήκε ότι η υψηλή πρόσληψη του μετάλλου μειώνει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων και τη γονιμότητα στους άνδρες. Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι η αύξηση του μολυβδαινίου στο αίμα συνδέθηκε με μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης. Όταν συνδυάστηκε με χαμηλά επίπεδα ψευδαργύρου, συνδέθηκε με μια εκπληκτική μείωση των επιπέδων τεστοστερόνης κατά 37%.

Τέλος, η υψηλή πρόσληψη μπορεί να συµβάλλει στη µείωση της βιοδιαθεσιµότητας του χαλκού και να αλλάζει τον µεταβολισµό των νουκλεοτιδίων.

Αλληλεπιδράσεις

Το μολυβδαίνιο αλληλεπιδρά κυρίως με το βολφράμιο και τον χαλκό. Η συμπληρωματική χορήγηση μολυβδαινίου προκαλεί εξάντληση των αποθεμάτων του χαλκού στον οργανισμό, ενώ έχει χρησιμοποιηθεί ως χηλικός παράγοντας σε καταστάσεις όπως η νόσος του Wilson, η οποία προκαλεί συσσώρευση χαλκού στον οργανι­σμό.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι εφόσον κάνετε μια υγιεινή διατροφή με ποικιλία από ολόκληρα τρόφιμα, τότε δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για το μολυβδαίνιο.

Δείτε επίσης