Τρεις απλές αλλαγές στον τρόπο ζωής, η άσκηση του μυαλού, η μείωση της αρτηριακής πίεσης και η σωματική γυμναστική ίσως καθυστερούν την έναρξη της άνοιας ή επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου, σύμφωνα με έκθεση μιας 17μελούς επιτροπής της National Academies of Sciences των ΗΠΑ. Αλλά τα στοιχεία δεν είναι για όλους αυτούς του τρόπους πρόληψης επαρκή, σύμφωνα με την επιτροπή.
Αρκετά επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι η διατήρηση του μυαλού σε δράση μέσω «γνωστικής εκπαίδευσης», ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης και η άσκηση μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα σε ότι αφορά την υγεία του εγκεφάλου.
“Όμως, προς το παρόν δεν έχει αποδειχθεί ότι όλα αυτά αποτρέπουν τη γνωστική εξασθένηση που έρχεται με τα γηρατειά ή την άνοια”, ανέφερε ο Alan Leshner, πρόεδρος της επιτροπής.
Ο Leshner πρόσθεσε ότι σε ορισμένα πεδία οι αποδείξεις είναι επαρκείς σχετικά με το ότι η τροποποίηση του τρόπου ζωής μπορεί πράγματι να έχει όφελος. “Τουλάχιστον για δύο εξ αυτών, τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και τη γυμναστική, γνωρίζουμε πως κάνουν καλό σε πολλά άλλα πράγματα που συνδέονται με την υγεία”.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι τρεις τομείς για περαιτέρω διερεύνηση είναι:
Η γνωστική εξάσκηση: Μέσω ειδικών προγραμμάτων, με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων έξυπνων συσκευών, το άτομο μπορεί να ενισχύσει τη μνήμη του και τη μάθηση λύνοντας προβλήματα λογικής. Μια καλοσχεδιασμένη κλινική δοκιμή έδειξε ότι η γνωστική εξάσκηση με την πάροδο του χρόνου βελτιώνει τη μακροπρόθεσμη νοητική λειτουργία των υγιών ενηλίκων. Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα: Φαίνεται πως τα οφέλη διαρκούν για δύο χρόνια αλλά όχι μετά από πέντε ή 10 χρόνια. Άλλες τυχαιοποιημένες μελέτες ήταν πιο αμφιλεγόμενες.
Υπάρχουν επίσης δεδομένα από μελέτες που είναι λιγότερο αυστηρές, οδηγώντας την επιτροπή στο συμπέρασμα ότι η εκπαίδευση του εγκεφάλου (βασισμένη σε υπολογιστή ή όχι) μπορεί να καθυστερήσει ή να επιβραδύνει τη συσχετισμένη με την ηλικία γνωστική υποβάθμιση, αλλά όχι τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Η αρτηριακή πίεση: Επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι ο έλεγχος της υπέρτασης με φαρμακευτική αγωγή, διατροφή και άσκηση, ειδικά στη μέση ηλικία, μπορεί να προλάβει ή να καθυστερήσει τη νόσο Αλτσχάιμερ. Τα αποδεικτικά στοιχεία όμως είναι αδύναμα.
Η επιτροπή έκρινε ότι υπάρχουν «επαρκή» στοιχεία από άλλες μορφές μελετών καθώς και από την κατανόηση του πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αντιμετώπιση της υπέρτασης (ειδικά από την ηλικία των 35 έως 65 ετών) μπορεί να αποτρέψει, να καθυστερήσει ή να επιβραδύνει τη νόσο Αλτσχάιμερ και, κατά συνέπεια, να συμπεριληφθεί σε μηνύματα δημόσιας υγείας.
Αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για τον καλύτερο τρόπο μείωσης της αρτηριακής πίεσης. Από όλα τα είδη των φαρμάκων που το κάνουν, οι αναστολείς των υποδοχέων αγγειοτενσίνης φαίνεται να είναι το καλύτερο για τη γνωστική λειτουργία -για άγνωστους λόγους μέχρι σήμερα.
Η γυμναστική: Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ισάξια με αυτά για την αρτηριακή πίεση. Τα στοιχεία είναι ανεπαρκή για να συμπεράνει κανείς ότι η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας προλαμβάνει ή επιβραδύνει τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Οι τυχαίες ελεγχόμενες δοκιμές μερικές φορές δεν έδειξαν όφελος.
“Παρά το γεγονός ότι οι κλινικές δοκιμές δεν έχουν υποστηρίξει κατηγορηματικά τις τρεις παρεμβάσεις,” δήλωσε ο Leshner, “τα στοιχεία είναι αρκετά ισχυρά ώστε να υποδηλώνουν ότι το κοινό πρέπει τουλάχιστον να έχει πρόσβαση σε αυτά τα αποτελέσματα για την καλύτερη ενημέρωση των αποφάσεών του”.
Η γνωμοδοτική επιτροπή σε καμιά περίπτωση δεν προσπάθησε να αναδείξει τις καλύτερες νοητικές δραστηριότητες ή πόσο χαμηλά πρέπει να πέσει η αρτηριακή πίεση του αίματος ή πόση γυμναστική χρειάζεται κάποιος για να αποκομίσει οφέλη. Και τα τρία πεδία είναι ανοιχτά προς περαιτέρω μελέτη και μόνο τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες μπορούν να αποδείξουν αν πράγματι υπάρχουν απτά οφέλη υγείας.
Να σημειωθεί ότι υπήρξαν απογοητευτικά συμπεράσματα από μια ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα και περιέλαβε 105 πειραματικά φάρμακα κατά της νόσου Αλτσχάιμερ. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι άμεσες προοπτικές είναι κακές και άρα είναι απίθανο να επιτευχθεί ο στόχος για μια ουσιαστική θεραπεία για τη νόσο Αλτσχάιμερ έως το 2025. Αυτό καθιστά την ανάγκη στρατηγικών πρόληψης μεγαλύτερη από ποτέ.