Το 2012, εκτιμάται ότι η συχνότητα της διαταραχής του φάσματος του αυτισμού ήταν 14,6 ανά 1.000 παιδιά ηλικίας 8 ετών. Ο επιπολασμός ήταν σημαντικά υψηλότερος στα αγόρια (23,6 ανά 1.000) από αυτή των κοριτσιών (5,3 ανά 1.000).
Η μείωση των συμπτωμάτων του αυτισμού αφορά σήμερα προγράμματα αποκατάστασης, εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, και χορήγηση φαρμάκων. Τώρα, όμως, μια μετα-ανάλυση δείχνει ότι η αλλαγή της διατροφής που επηρεάζει τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου (μικροβίωμα) -η οποία ζυγίζει περίπου ένα κιλό- μπορεί να συμβάλει στη μείωση των συμπτωμάτων.
Η ανάλυση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Frontiers in Cellular Neuroscience από Αμερικανούς και Κινέζους ερευνητές. Περιέλαβε πάνω από 150 μελέτες σχετικά με τον αυτισμό και τη χλωρίδα του εντέρου, δείχνοντας ότι από τη δεκαετία του 1960 κάποιοι ερευνητές είχαν εντοπίσει μια σύνδεση μεταξύ του είδους των βακτηρίων του εντέρου και της αυτιστικής συμπεριφοράς.
Η σύνδεση μεταξύ των βακτηρίων του εντέρου και του αυτισμού φαίνεται από το γεγονός ότι συνυπάρχουν συμπτώματα όπως είναι η διάρροια (εμφανίζεται στο 19% των πασχόντων), η δυσκοιλιότητα (εμφανίζεται στο 20%) και ο τυμπανισμός. Η αιτία των γαστρεντερικών προβλημάτων είναι η ανισορροπία μεταξύ των «καλών» και των «κακών» βακτηρίων του εντέρου.
«Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες για τις διαταραχές του φάσματος του αυτισμού», αναφέρει ο Qinrui Li από το Peking University, στην Κίνα. Και προσθέτει: «Ο αριθμός των ατόμων που διαγιγνώσκονται με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού αυξάνεται. Αυτού του είδους οι διαταραχές δεν συνδέονται μόνο με υψηλό οικονομικό κόστος αλλά και με τεράστιο ψυχολογικό και κοινωνικό κόστος για αυτές τις οικογένειες».
Σύνδεση εντέρου και εγκεφάλου
Ορισμένες μελέτες έχουν υποστηρίξει τη θεωρία ότι οι λειτουργίες του εντέρου επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου. Η υπέρμετρη ανάπτυξη ορισμένων βακτηρίων στο έντερο οδηγεί σε υπερπαραγωγή τοξινών που κάνουν τα τοιχώματα του εντέρου πιο διαπερατά τόσο για τις τοξίνες όσο και για άλλα υποπροϊόντα του μεταβολισμού των τροφών που εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και να φθάνουν στον εγκέφαλο.
Σε ένα μικρό παιδί ηλικίας κάτω των 3 ετών, η παρουσία τέτοιων χημικών μπορεί να επιδράσει αρνητικά στη διαδικασία της ανάπτυξης του εγκεφάλου, οδηγώντας σε κάποια διαταραχή του φάσματος του αυτισμού.
Ο Li εξηγεί ότι ο αυτισμός είναι το αποτέλεσμα τόσο γενετικών όσο και περιβαλλοντικών παραγόντων. «Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την υπερβολική χρήση αντιβιοτικών στα μωρά, τη μητρική παχυσαρκία, τον διαβήτη κύησης, τον τρόπο γέννησης του μωρού – με φυσιολογικό τοκετό ή με καισαρική – καθώς και για πόσο διάστημα έχει θηλάσει το μωρό. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν τη σύνθεση των βακτηρίων ισορροπία στο έντερο του μωρού και άρα αποτελούν παράγοντες κινδύνου για διαταραχή του φάσματος του αυτισμού».
Σύμφωνα με την έρευνα, τα προβιοτικά (τα ευεργετικά βακτήρια που περιέχονται σε τροφές όπως τα γιαούρτια), τα πρεβιοτικά (διατροφικά συστατικά που βοηθούν στην ανάπτυξη και διατήρηση των καλών βακτηρίων του εντέρου) αλλά και και μια διατροφή χωρίς γλουτένη ή καζεΐνη μπορεί να μειώνει τα συμπτώματα του αυτισμού προκαλώντας αύξηση της κοινωνικότητας, μείωση των επαναλαμβανόμενων κινήσεων και βελτίωση της κοινωνικής επικοινωνίας. Αυτές όμως οι διατροφικές παρεμβάσεις μπορεί να μην έχουν όφελος για όλους τους πάσχοντες.
Οι ερευνητές πάντως επισημαίνουν ότι οι μέχρι τώρα μελέτες σχετικά με το θέμα είναι λίγες και μικρές, άρα είναι απαραίτητο να διεξαχθούν κλινικές δοκιμές ώστε να φανεί σε ελεγχόμενο περιβάλλον αν πράγματι μια αλλαγή της διατροφής μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς.