Η νεφροπάθεια εξελίσσεται προοδευτικά όταν υπάρχει διαβήτης και το τελικό στάδιο μπορεί να είναι τα νεφρά να μη μπορούν να φιλτράρουν τα απόβλητα του οργανισμού. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως νεφρική ανεπάρκεια ή νεφροπάθεια τελικού σταδίου.
Αν και ο διαβήτης είναι η κύρια αιτία της νεφρικής ανεπάρκειας (το 44% των νέων κρουσμάτων) το μεγαλύτερο μέρος των διαβητικών δεν πάσχουν από αυτή τη νόσο. Η υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση) η οποία είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλοί διαβητικοί, αυξάνει τις πιθανότητες εκδήλωσης νεφροπάθειας και επιταχύνει την εξέλιξη της.
Δεδομένου ότι την τελευταία εικοσαετία, οι διαβητικοί προσέχουν περισσότερο την αρτηριακή πίεση και τη γλυκόζη στο αίμα, σήμερα το ποσοστό των διαβητικών που εκδηλώνουν νεφροπάθεια είναι μικρότερο σε σχέση με παλιότερα. Ωστόσο, οι αυξημένες διαγνώσεις διαβήτη υποδηλώνουν ότι αυτή η πάθηση συνεχίζει να είναι η κύρια αιτία των κρουσμάτων νεφρικής ανεπάρκειας.
Τι δεν λειτουργεί
Τα νεφρά φιλτράρουν τις τοξίνες και τα απόβλητα από τη ροή του αίματος και τα απορρίπτουν από τον οργανισμό με τα ούρα, κατακρατώντας τις σημαντικές πρωτεΐνες και άλλες χρήσιμες ουσίες.
Αυτή η διαδικασία επιτρέπει τον έλεγχο των επιπέδων του αλατιού και των υγρών στο σώμα, καθώς και τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης. Το φιλτράρισμα εκτελείται από ένα ευαίσθητο δίκτυο τριχοειδών αγγείων που λέγονται σπειράματα. Ωστόσο, η παρατεταμένη έκθεση σε υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα προκαλεί στένωση των τριχοειδών μεμβρανών καθώς και βλάβες στα σπειράματα.
Μία από τις πρώτες ενδείξεις της νεφροπάθειας είναι η αύξηση των επιπέδων της πρωτεΐνης αλβουμίνης στα ούρα. Τα πιο υγιή άτομα απορρίπτουν καθημερινά λιγότερα από 30 mg αλβουμίνης, που είναι η πρωτεΐνη με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στο αίμα. Στο αρχικό στάδιο της διαβητικής νεφροπάθειας, που ονομάζεται μικροαλβουμινουρία, εμφανίζεται περισσότερη αλβουμίνη (30-300 mg) τη μέρα στα ούρα επειδή μεγαλύτερη ποσότητα απορρίπτεται από τα προσβεβλημένα σπειράμματα.
Πολλά άτομα με μικροαλβουμινουρία εκδηλώνουν αργότερα χρόνια νεφροπάθεια. Το επόμενο στάδιο, που ονομάζεται κλινική αλβουμινουρία (στο οποίο οι απορριπτόμενες ποσότητες είναι της τάξης των γραμμαρίων, δηλαδή 1.000 mg), μπορεί να εκδηλωθεί μετά από 10-15 χρόνια. Στα 5-10 χρόνια μετά την εμφάνιση της κλινικής αλβουμινουρίας, πάνω από το 90% των ασθενών χάνουν μόνιμα την ικανότητα φιλτραρίσματος στα νεφρά.
Καθώς τα υγιή νεφρά έχουν αναπτύξει μια πλεονάζουσα δυναμικότητα, προκαλούνται σοβαρά προβλήματα, όταν χάνεται πάνω από το 75% της νεφρικής λειτουργίας. Η αδυναμία απόρριψης του πλεονάσματος νερού και αλατιού προκαλεί ή επιδεινώνει την υπέρταση. Το σώμα αρχτίζει να κατακρατεί υγρά, με αποτέλεσμα να προκαλείται αύξηση βάρους και πρήξιμο σε χέρια και πόδια. Χωρίς ένα αποτελεσματικό σύστημα φιλτραρίσματος, συσσωρεύονται τοξίνες, γεγονός που τελικά προκαλεί συμπτώματα όπως ναυτία, κούραση, εμετό, απώλεια όρεξης, αδυναμία και φαγούρα στο τελικό στάδιο της νόσου. Όταν ο ασθενής φτάσει σε αυτό το σημείο, η νεφρική λειτουργία έχει μειωθεί σε λιγότερο από 10-15%, και η ασθένεια έχει φτάσει στο στάδιο της νεφρικής ανεπάρκειας, η οποία απειλεί την επιβίωση και απαιτεί έκτακτα μέτρα, όπως η αιμοκάθαρση ή η μεταμόσχευση.
Συμπτώματα της διαβητικής νεφροπάθειας
Είναι δυνατόν κάποιος να έχει βλάβη στα νεφρά του και να μην το γνωρίζει, αφού συχνά δεν εμφανίζονται συμπτώματα διαβητικής νεφροπάθειας παρά μόνο όταν πια τα νεφρά καταστραφούν τελείως. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια συμπτώματα που εμφανίζονται από την αρχή και τα οποία μπορείτε να διαπιστώσετε εσείς και ο γιατρός σας:
- Πρωτεΐνες στα ούρα
- Υψηλή πίεση
- Μείωση της λειτουργίας των νεφρών
- Τρεμούλιασμα και κράμπες στα πόδια
- -Συχνοουρία, ιδίως κατά τη διάρκεια της νύχτας
- Μικρότερη ανάγκη για ινσουλίνη ή χάπια για το διαβήτη
- Ναυτία και τάση για εμετό
- Αδυναμία, ωχρή όψη και αναιμία
Μορφές διάγνωσης
Τα υψηλά επίπεδα αλβουμίνης ανακαλύπτονται συχνά από μια τυχαία εξέταση ούρων στο πλαίσιο μιας τακτικής εξέτασης στον γιατρό. Αν το επίπεδο αλβουμίνης στα ούρα είναι υψηλό, ο γιατρός σας μπορεί να συστήσει άλλη μία τυχαία εξέταση ούρων ή μπορεί να ζητήσει από τον ασθενή να του φέρει ένα δείγμα ούρων 12 ή 24 ωρών. Για να γίνει αυτό, θα χρειαστεί να συγκεντρώσει σε ένα δοχείο όλα τα ούρα της καθορισμένης περιόδου.
Ο γιατρός σας μπορεί επίσης να μετρήσει τα επίπεδα κρεατινίνης σε ένα δείγμα ούρων και σε ένα δείγμα αίματος. Η κρεατινίνη είναι ένα προϊόν που αποβάλλεται από τους μυς και, συνήθως, απεκκρίνεται από τα νεφρά τωρίς προβλήματα. Ωστόσο, καθώς τα νεφρά χάνουν την ικανότητα φιλτραρίσματος που διαθέτουν, η απέκκριση κρεατινίνης μειώνεται και τα επίπεδα της στο αίμα αυξάνονται από 0,5-1,5 mg/dl (φυσιολογικές τιμές) μέχρι και 10-15 mg/dl. Συνεπώς, το επίπεδο κρεατινίνης στο αίμα αποτελεί μια εκτίμηση της κατάστασης υγείας των νεφρών. Ο γιατρός σας μπορεί επίσης να κάνει μια εξέταση αίματος για να ελέγξει τις τιμές νατρίου, καλίου, σιδήρου και άλλων παραγόντων που επηρεάζουν την απώλεια οστικής μάζας, η οποία μπορεί να προκληθεί από τη νεφρική ανεπάρκεια.
Αντιμετώπιση και πρόληψη
Με τον αυστηρό έλεγχο του επιπέδου σακχάρου στο αίμα μπορούν να επιτευχθούν πολλά. Η «Προληπτική μελέτη για τον διαβήτη στο Ηνωμένο Βασίλειο» έδειξε ότι τα άτομα που πετυχαίνουν τον αυστηρό έλεγχο του σακχάρου στο αίμα μειώνουν κατά ένα τρίτο τον κίνδυνο εκδήλωσης πρώιμης νεφροπάθειας.
Ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης είναι επίσης πολύ σημαντικός. Οι συνιστώμενες τιμές αρτηριακής πίεσης είναι πιο αυστηρές στην περίπτωση των διαβητικών. Η επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας συσχετίζεται με την υψηλή αρτηριακή πίεση και αντίστροφα. Αν διατηρηθεί ο αυστηρός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης, μπορεί να μειωθεί ο δείκτης εξέλιξης των βλαβών στα νεφρά. Η απώλεια βάρους και η μείωση της πρόσληψης αλατιού με την τροφή επιτρέπει τη διατήρηση της πίεσης σε υγιεινά επίπεδα. Αν απαιτείται η λήψη φαρμάκων, ο γιατρός σας θα συστήσει αναστολείς ACE (μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης) ή αποκλειστές του υποδοχέα της αγγειοτενσίνης για τον έλεγχο της υψηλής αρτηριακής πίεσης των διαβητικών.
Αυτά τα φάρμακα καθυστερούν την εξέλιξη της νεφροπάθειας και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση της μικροαλβουμινουρίας, ακόμα και όταν η αρτηριακή πίεση είναι φυσιολογική. Συχνά, απαιτούνται δύο ή περισσότεροι τύποι φαρμάκων για τη διατήρηση της αρτηριακής πίεσης μέσα σε αποδεκτά όρια.
Ορισμένοι γιατροί συνιστούν μια διατροφή χαμηλή σε πρωτεΐνες στους ασθενείς στους οποίους η κατάσταση των νεφρών επιδεινώνεται. Αυτό μπορεί να καθυστερήσει αλλά όχι και να σταματήσει εντελώς την εξέλιξη της νεφροπάθειας και το ενδεχόμενο να χρειαστεί αιμοκάθαρση ή μεχαμόσχευση νεφρού. Η πλειοψηφία των ασθενών με κλινική αλβουμινουρία αναπόφευκτα καταλήγουν στο τελικό στάδιο της νεφρικής ανεπάρκειας. Παλαιότερα, αυτή κατάσταση ήταν θανατηφόρα, αλλά σήμερα υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης: η αιμοκάθαρση και η μεταμόσχευση νεφρού.
Αιμοκάθαρση. Υπάρχουν δύο είδη αιμοκάθαρσης: αιμοδιάλυση και περιτοναϊκή αιμοκάθαρση.
Στην αιμοδιάλυση, το αίμα μιας αρτηρίας αποστέλλεται σε ένα μηχάνημα που φιλτράρει τα απόβλητα και τις τοξίνες, και επιστρέφει το καθαρό αίμα μέσω μιας φλέβας. Γενικά, η αιμοδιάλυση γίνεται σε ένα νοσοκομείο ή ειδικευμένη κλινική, με τρεις αγωγές την εβδομάδα, καθεμία από τις οποίες διαρκεί τρεις με τέσσερις ώρες.
Η περιτοναϊκή αιμοκάθαρση, η οποία μπορεί να γίνει στο σπίτι του ασθενή, χρησιμοποιεί την κοιλιακή κοιλότητα ως χώρο για το φιλτράρισμα. Με τη βοήθεια ενός σωλήνα ή καθετήρα εισάγεται ένα ειδικό αποστειρωμένο υγρό στην κοιλιά, και τα απόβλητα του αίματος απεκκρίνονται μέσω του περιτονίου (η κοιλιακή μεμβράνη). Στη συνέχεια, το υγρό με τα απόβλητα αποστραγγίζεται και απορρίπτεται. Αν και η αιμοκάθαρση συνήθως είναι μια διαδικασία που επιτρέπει στους ασθενείς να νιώσουν καλύτερα και να παρατείνουν τη ζωή τους, συχνά προκύπτουν διάφορα είδη επιπλοκών, όπως μολύνσεις ή φραγμένος καθετήρας. Επιπλέον, μπορεί να επιταχυνθεί η αγγειοπάθεια και η απώλεια οστικής μάζας.
Μεταμοσχεύσεις. Η μεταμόσχευση νεφρού μπορεί να είναι η καλύτερη επιλογή, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις πιο νέων ατόμων, αλλά η εγχείρηση εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα οργάνων από δωρητές. Κάποια άτομα περιμένουν δύο ή περισσότερα χρόνια, κάνοντας συχνές αιμοκαθάρσεις στο μεταξύ, μέχρι να βρεθεί ένα συμβατό νεφρό. Ωστόσο, αν βρεθεί ένας ζωντανός δότης, η αναμονή είναι πολύ μικρότερη.
Μετά τη μεταμόσχευση νεφρού, ο ασθενής θα πρέπει να λάβει ισχυρά φάρμακα, που λέγονται ανοσοκατασταλτικά, για να μην επιτραπεί στον οργανισμό να απορρίψει το μόσχευμα. Μακροπρόθεσμα, αυτά τα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν στον ασθενή μεγαλύτερη ευαισθησία στις μολύνσεις και σε συγκεκριμένους τύπους καρκίνου, καθώς επίσης και άλλες παρενέργειες, όπως αύξηση βάρους ή απώλεια οστικής μάζας.