Η αλλεργική επιπεφυκίτιδα αναφέρεται σε μια ευρεία ομάδα διαταραχών που περιλαμβάνουν φλεγμονή του επιπεφυκότα και εκ δηλώνονται με διαφορετικές μορφές. Είναι η συνηθέστερη οφθαλμική αλλεργική διαταραχή που επηρεάζει περίπου 25% του πληθυσμού και ευθύνεται για την παραπομπή τους σε διάφορες ιατρικές ειδικότητες όπως γενικούς ιατρούς, αλλεργιολόγους και οφθαλμίατρους.
Τα συμπτώματα της αλλεργικής επιπεφυκίτιδας περιλαμβάνονται η φαγούρα των ματιών, η δακρύρροια, η ερυθρότητα, οι εκχυμώσεις και το πρήξιμο των βλεφάρων.
Η φαγούρα θεωρείται το σήμα κατατεθέν των συμπτωμάτων, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στα άτομα με ξηροφθαλμία. Η εποχική και ετήσια αλλεργική επιπεφυκίτιδα (SAC και PAC) είναι οι πιο συχνές μορφές και συνήθως συνυπάρχουν με αλλεργική ρινίτιδα. Οφείλονται σε κλασική τύπου 1 αντίδραση υπερευαισθησίας σε κοινά αεροαλλεργιογόνα. Τα συμπτώματα είναι συνήθως δραματικότερα και πιο εμφανή στα άτομα με εποχική σε σύγκριση με εκείνους με την ετήσια επιπεφυκίτιδα.
Η εποχική επιπεφυκίτιδα, που αποτελεί το 80% όλων των περιπτώσεων οφθαλμικής αλλεργίας, έχει συνήθως πιο δραματική εκδήλωση και είναι πιο προβληματική από την ετήσια επιπεφυκίτιδα. Η ετήσια είναι παρόμοια με τη εποχική, αλλά εκδηλώνεται όλες τις εποχές του χρόνου. Προκαλείται από χρόνια έκθεση σε αεροαλλεργιογόνα όπως τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, τα επιθήλια των ζώων και οι μύκητες. Γενικά, η εποχική και η ετήσια αυτοπεριορίζονται, ανάλογα με την έκθεση στα αλλεργιογόνα.
Οι παράγοντες πρόκλησης είναι οι ίδιοι με εκείνους της εποχικής αλλεργικής ρινίτιδας, συνήθως η γύρη των δένδρων, των αγρωστωδών και των αγριόχορτων.
Eποχική κερατοεπιπεφυκίτιδα και ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα
Άλλες μορφές οφθαλμικής αλλεργίας, όπως η εποχική κερατοεπιπεφυκίτιδα (VKC) και η ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα (AKC) είναι δυνητικά επικίνδυνες διαταραχές για τη ζωή και εμφανίζουν πιο περίπλοκη ανοσοπαθοφυσιολογία.
Η εποχική κερατοεπιπεφυκίτιδα είναι σπάνια, συμβαίνει σε παιδιά και εφήβους, με επικράτηση στα αγόρια κατά 2:1. Υπάρχει εποχική διακύμανση στη σοβαρότητά της, αν και δεν προκαλείται άμεσα από την έκθεση σε αεροαλλεργιογόνα, ενώ είναι πιο σοβαρή και συχνή σε ζεστά και ξηρά κλίματα. Συνήθως διαρκεί για 2–10 έτη, και πάντοτε τελικά υποχωρεί με την ηλικία. Τα χαρακτηριστικά της συμπτώματα είναι έντονος κνησμός, ιδιαίτερη φωτοφοβία και βλεννώδης έκκριση, ενώ η κλινική εξέταση συνήθως αποκαλύπτει οίδημα του άνω βλεφάρου με επίστρωμα του ανώτερου μεσοβλεφάριου επιπεφυκότα, κατά την αναδίπλωσή του. Άλλες ενδείξεις περιλαμβάνουν τελείες Trantas (ηωσινόφιλα και κυτταρικά κατάλοιπα γύρω από την κερατοειδή στεφάνη), ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει συμμετοχή του κερατοειδούς κυμαινόμενη από στικτή κερατίτιδα έως σχηματισμό έλκους, που μπορεί να απειλήσουν την όραση.
H ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα είναι χρόνια, αμφοτερόπλευρη, σοβαρή επιπεφυκίτιδα που σχετίζεται με την ατοπική δερματίτιδα. Παρουσιάζεται σε περίπου 25% των ενηλίκων με ατοπική δερματίτιδα, με τα σημάδια στο δέρμα να προηγούνται της οφθαλμικής φλεγμονής, ενώ συνήθως συνοδεύεται από έκζεμα στα βλέφαρα. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι πολύ σοβαρά, όπως ουλές στον υποεπιπεφυκότα και παραμόρφωση των ορίων του βλεφάρου, χρόνια φλεγμονή του επιπεφυκότα και διαταραχές της δακρύρροιας που μπορεί να οδη γήσουν σε έλκη των βλεφάρων, ουλές και απώλεια της όρασης. Από τους ασθενείς με ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα, περίπου 5% αναπτύσσουν καταρράκτη και κινδυνεύουν από επιπλοκές όπως κερατόκωνο, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς και οφθαλμική ερπητική λοίμωξη.
Η επιπεφυκίτιδα γιγαντιαίων θηλωδών κυττάρων είναι μια κατάσταση που δεν εμφανίζεται συχνά στις μέρες μας. Προκαλείται από χρόνια έκθεση σε ξένο σώμα και εμφανιζόταν συχνά από τη μακροχρόνια χρήση φακών επαφής. Στις μέρες μας με τους μοντέρνους φακούς ημέρας παρουσιάζεται πολύ πιο σπάνια. Μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα με οφθαλμικές προσθέσεις και ράμματα. Το σύνδρομο της ξηροφθαλμίας είναι αποτέλεσμα μειωμένης παραγωγής δακρύων ή διαταραχής της σταθερότητας της ροής αυτών. Μπορεί να εκληφθεί ως αλλεργία και συνήθως συνυπάρχει με την αλλεργική επιπεφυκίτιδα. Επιδεινώνεται με τη χρήση αντιισταμινικών από το στόμα. Η τακτική χρήση ενυδατικών αποτελεί χρήσιμη επιπρόσθετη θεραπευτική επιλογή στους ασθενείς αυτούς, καθώς βοηθούν στην απομάκρυνση των αλλεργιογόνων και ταυτόχρονα ανακουφίζουν από τα συμπτώματα.
Θεραπεία
Οι στρατηγικές αντιμετώπισης για όλες τις μορφές αλλεργική επιπεφυκίτιδαw ξεκινούν με την ταυτοποίηση του αλλεργιογόνου, την απομάκρυνση ή τον περιορισμό του, στη συνέχεια δοκιμές μη φαρμακολογικής αντιμετώπισης όπως επίχυση και ενυδάτωση, και τέλος φαρμακολογική θεραπεία.
Η αντιμετώπιση της ρινικής αιτίας της αλλεργικής ρινοεπιπεφυκίτιδας μπορεί να φέρει σημαντική ανακούφιση από τα οφθαλμικά συμπτώματα, αν και υπάρχουν αρκετές ειδικές θεραπείες για την οφθαλμική αλλεργία.
Γενικά, τα τοπικά αντιισταμινικά είναι πολύ πιο αποτελεσματικά από εκεί- να που λαμβάνονται από το στό- μα, τα οποία μπορεί να επιδεινώσουν την ξηροφθαλμία όταν λαμβάνονται συστηματικά. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες σταθεροποίησης των μαστοκυττάρων για τα άτομα που εμφανίζουν συχνά και ενοχλητικά συμπτώματα. Αυτοί θα πρέπει να λαμβάνονται 1–2 εβδομάδες πριν από την αναμενόμενη έναρξη της αλλεργικής εποχής ώστε να έχουν μέγιστο αποτέλεσμα. Συχνά χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τοπική αντιισταμινική αγωγή.
Τα φάρμακα με πολλαπλές δράσεις (σταθεροποιητές μαστοκυττάρων και αντιισταμινικά) έχουν γίνει πρώτης γραμμής για τους ασθενείς με προβληματικά συμπτώματα.
Τα τοπικά κορτικοστεροειδή αποτελούν σημαντικό στοιχείο για την αντιμετώπιση της εποχικής κερατοεπιπεφυκίτιδας και της ατοπικής κερατοεπιπεφυκίτιδας αλλά η χρήση τους πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά από οφθαλμίατρο. Η τοπική χρήση κυκλοσπορίνης (restasis) μπορεί να είναι χρήσιμη για ασθενείς με T λεμφοκυτταρική καθοδηγούμενη χρόνια φλεγμονή, όπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στεροειδή.
Η οφθαλμική αλλεργία συνήθως αντιμετωπίζεται από τον γενικό ιατρό, αλλά ένας ασθενής που δεν ανταποκρίνεται στην κανονική θεραπεία ή που έχει κάποια από τις πιο περίπλοκες –δυνητικά επικίνδυνες για την όραση– διαταραχή ή που χρειάζεται τοπική χρήση κορτικοστεροειδών θα πρέπει να παραπέμπεται σε ειδικό για την αντιμετώπισή της.