Βιταμίνη D: Η υψηλή δοσολογία κάνει κακό στα οστά

Μια τριετής καναδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Medical Association έδειξε ότι δεν υπάρχει όφελος για τα οστά από τη λήψη υψηλών δόσεων της βιταμίνης D. Περισσότερη έρευνα είναι απαραίτητη για να καθοριστεί αν οι υψηλές δόσεις μπορεί στην πραγματικότητα να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των οστών ή να έχουν άλλες παρενέργειες.

Όταν το γυμνό δέρμα εκτίθεται στο φως του ήλιου, παράγει βιταμίνη D, η οποία χρειάζεται το σώμα μας για να απορροφήσει ασβέστιο και να εξασφαλίσει ισχυρά, υγιή οστά. Με την κατάλληλη έκθεση του δέρματος στον ήλιο χρειάζονται περίπου 10-15 λεπτά έκθεσης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού για να δημιουργηθεί όλη η βιταμίνη D που χρειάζεται το σώμα για μια ημέρα.

Δυστυχώς, η έκθεση στο ηλιακό φως μειώνεται κατά τους χειμερινούς μήνες και αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά άτομα να στρέφονται σε συμπληρώματα για να πάρουν την απαιτούμενη βιταμίνη D.

Για τους υγιείς ενήλικες, ο οργανισμός Health Canada, στον Καναδά, συνιστά συνολική ημερήσια πρόσληψη 600 διεθνών μονάδων (IU) έως τα 70 έτη και 800 IU μετά την ηλικία των 70 ετών. Άλλοι οργανισμοί (Osteoporosis Canada) υποδηλώνουν ότι οι ενήλικες που κινδυνεύουν από οστεοπόρωση και απώλεια οστικής μάζας θα πρέπει να παίρνουν 400-2.000 IU βιταμίνης D.

Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι μπορεί να παίρνουν έως και 20 φορές τη συνιστώμενη ημερήσια δόση για να αποτρέψουν ή να θεραπεύσουν ποικίλες ιατρικές καταστάσεις που μπορεί να σχετίζονται με ανεπαρκή βιταμίνη D. Ποια είναι λοιπόν η σωστή δόση; Και ποια είναι η υπερβολική;

«Αν και η βιταμίνη D μπορεί να εμπλέκεται στη ρύθμιση πολλών συστημάτων στο σώμα, είναι ο σκελετός που επηρεάζεται σαφέστερα από την ανεπάρκεια βιταμίνης D», λέει ο Δρ. David Hanley, ενδοκρινολόγος στο Cumming School of Medicine και ένας από τους κύριους ερευνητές της μελέτης. Ο Hanley πρόσθεσε: «Οι τρέχουσες συστάσεις για τον Καναδά καθορίστηκαν για να αποτρέψουν τις ασθένειες των οστών που προκαλούνται από την ανεπάρκεια της βιταμίνης D για τη συντριπτική πλειοψηφία των υγιών ανθρώπων. Αλλά ήταν πιο δύσκολο να καθοριστεί η βέλτιστη δόση της βιταμίνης D. Όταν σχεδιάσαμε τη μελέτη αυτή, η ερώτηση ήταν εάν υπάρχει μεγαλύτερο όφελος από τη λήψη υψηλότερης δοσολογίας».

Η μελέτη έδειξε ότι δεν υπάρχει όφελος από τη λήψη υψηλών δόσεων βιταμίνης D. Παρακολούθησε 300 εθελοντές ηλικίας 55 έως 70 ετών για να ελεγχθεί η υπόθεση ότι οι αυξανόμενες δόσεις βιταμίνης D έχουν μια δοσοεξαρτώμενη θετική επίδραση στην οστική πυκνότητα και στην αντοχή των οστών. Το ένα τρίτο των συμμετεχόντων στη μελέτη λάμβανε 400 IU βιταμίνης D ημερησίως, το ένα τρίτο 4.000 IU και το ένα τρίτο 10.000 IU.

Οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε μέτρηση της πυκνότητας των οστών και της οστικής τους αντοχής με τη χρήση μιας νέας, υψηλής ανάλυσης αξονικής τομογραφίας (CT) στον καρπό και στον αστράγαλο, που ονομάζεται XtremeCT και χρησιμοποιείται μόνο για έρευνα.

Το XtremeCT, το οποίο βρίσκεται στο Ινστιτούτο McCaig, είναι το πρώτο του είδους του στον κόσμο και επιτρέπει στους ερευνητές να δουν λεπτομερώς την μικροαρχιτεκτονική των οστών. Εξετάστηκε επίσης η πυκνότητα οστικής απορρόφησης με ακτίνες Χ (DXA). Οι συμμετέχοντες έλαβαν σαρώσεις κατά την έναρξη της μελέτης και στους 6, 12, 24 και 36 μήνες. Για την αξιολόγηση των επιπέδων βιταμίνης D και ασβεστίου, οι ερευνητές συγκέντρωσαν δείγματα αίματος νηστείας στην αρχή της μελέτης και σε 3, 6, 12, 18, 24, 30 και 36 μήνες καθώς και συλλογές ούρων ετησίως.

Η οστική πυκνότητα προσδιορίζεται με τη μέτρηση της ποσότητας ασβεστίου και άλλων μετάλλων σε ένα καθορισμένο τμήμα οστού. Όσο χαμηλότερη είναι η πυκνότητα οστού, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος κατάγματος οστού. Οι ενήλικες χάνουν σταδιακά οστική πυκνότητα και τα αποτελέσματα της DXA έδειξαν μέτρια μείωση της πυκνότητας των οστικών μετάλλων (BMD: Bone Mineral Density) στη διάρκεια της μελέτης, χωρίς να εντοπίζονται διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων. Ωστόσο, η πιο ευαίσθητη μέτρηση της πυκνότητας οστικών μετάλλων με XtremeCT υψηλής ανάλυσης έδειξε σημαντικές διαφορές στην οστική απώλεια μεταξύ των τριών δοσολογιών.

Η συνολική πυκνότητας των οστικών μετάλλων μειώθηκε κατά την τριετή περίοδο κατά 1,4% στην ομάδα των 400 IU, κατά 2,6% στην ομάδα των 4,000 IU και κατά 3,6% στην ομάδα των 10 000 IU. Το συμπέρασμα ήταν ότι, σε αντίθεση με ό, τι προβλεπόταν, η συμπλήρωση με βιταμίνη D σε δόσεις υψηλότερες από εκείνες που συνιστώνται από κάποιους οργανισμούς δεν σχετίστηκε με αύξηση της οστικής πυκνότητας ή της αντοχής των οστών αλλά το αντίθετο. Το XtremeCT ανίχνευσε μια σχετιζόμενη με τη δόση μείωση της οστικής πυκνότητας και η μεγαλύτερη μείωση που παρατηρήθηκε ήταν στην ομάδα των 10.000 IU ημερησίως. Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να προσδιοριστεί εάν οι υψηλές δόσεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία των οστών ή να έχουν άλλες παρενέργειες.

«Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι με τη χρήση του DXA δεν βρήκαμε καμία διαφορά μεταξύ των χειρισμών θεραπείας, ενώ με την XtremeCT, την τελευταία τεχνολογία απεικόνισης οστών, μπορέσαμε να εντοπίσουμε εξαρτώμενες από τη δοσολογία αλλαγές στα τρία χρόνια. Αντί να υπάρχει κέρδος για τα οστά με την υψηλότερη δοσολογία, η ομάδα με την υψηλότερη δόση έχανε ταχύτερα τα οστά της», είπε ο καθηγητής Steve Boyd, ένας από τους βασικούς κύριους ερευνητές της μελέτης. «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι για τους υγιείς ενήλικες, οι δόσεις της βιταμίνης D σε επίπεδα που συνιστώνται από τον οργανισμό Osteoporosis Canada (400-2000 IU ημερησίως) είναι οι κατάλληλες για την υγεία των οστών».

Υπερασβεστιουρία

Ένα δευτερεύον αποτέλεσμα της μελέτης έδειξε μια πιθανή ανησυχία για την ασφάλεια σχετικά με τη λήψη υψηλών επιπέδων βιταμίνης D.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες που έλαβαν υψηλότερες ημερήσιες δόσεις βιταμίνης D (4000 IU και 10.000 IU) κατά τη διάρκεια των τριών ετών ήταν πιθανότερο να εμφανίσουν υπερασβεστιουρία (αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στα ούρα), σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν χαμηλότερη ημερήσια δόση.

Η υπερασβεστιουρία δεν είναι ασυνήθιστη στο γενικό πληθυσμό και συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο πέτρας στα νεφρά ενώ μπορεί να συμβάλει στην εξασθένιση της νεφρικής λειτουργίας. Καταγράφηκε σε 87 συμμετέχοντες και η συχνότητα εμφάνισης κυμάνθηκε μεταξύ των ομάδων μελέτης ως εξής:

  • Στο 17% για 400 IU
  • Στο 22% για 4.000 IU
  • Στο 31% για 10.000 IU

«Αυτό που μπορούμε να δούμε σε αυτή τη μελέτη είναι ότι οι μεγάλες δόσεις βιταμίνης D δεν προσφέρουν όφελος στον σκελετό», είπε η Emma Billington, από τους συγγραφείς της μελέτης. «Για τους υγιείς ενήλικες, οι 400 IU ημερησίως είναι μια λογική δόση. Δόσεις 4.000 IU ή υψηλότερες δεν συνιστώνται για την πλειονότητα  των ατόμων».

Δείτε επίσης