Οι στατίνες συμβάλλουν στην οστεοπόρωση σε δοσολογία άνω των 20 mg ημερησίως

Νέα έρευνα υποδηλώνει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των στατινών και της πιθανότητας να γίνει διάγνωση οστεοπόρωσης, μια κατάσταση που αποδυναμώνει τα οστά. Η σχέση εξαρτάται από τη δόση του φαρμάκου που μειώνει τη χοληστερόλη.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Annals of the Rheumatic Diseases και διερεύνησε σχεδόν ολόκληρο τον πληθυσμό της Αυστρίας.

Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα υγείας από τις αρχές του 2006 έως τα τέλη του 2007 περιλαμβάνοντας 7,9 εκατομμύρια άτομα.

Συγκρίθηκαν τα ποσοστά διάγνωσης της οστεοπόρωσης σε άτομα που λάμβαναν στατίνες με άτομα που δεν είχαν λάβει ποτέ αυτά τα φάρμακα. Εξετάστηκε το αποτέλεσμα διαφόρων δόσεων λοβαστατίνης, πραβαστατίνης, ροσουβαστατίνης και σιμβαστατίνης.

Η σύγκριση αποκάλυψε χαμηλότερα ποσοστά διάγνωσης οστεοπόρωσης μεταξύ των χρηστών στατίνης χαμηλής δοσολογίας και υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χρηστών υψηλών δόσεων. Η ερευνητική ομάδα καθόρισε τη χρήση χαμηλής δόσης στατίνης μέχρι και τα 10 mg την ημέρα.

«Στις ομάδες χαμηλότερης δόσης», είπε η Δρ. Alexandra Kautzky-Willer, συγγραφέας της μελέτης και επικεφαλής στο Gender Medicine Unit του Πανεπιστημίου της Βιέννης στην Αυστρία, «υπήρξαν λιγότερες περιπτώσεις οστεοπόρωσης από ό, τι αναμενόταν. Ωστόσο, με τις δόσεις των 20 mg και περισσότερο, αυτό αντιστράφηκε. Βρήκαμε περισσότερες περιπτώσεις οστεοπόρωσης σε ασθενείς που έλαβαν σιμβαστατίνη, ατορβαστατίνη και ροσουβαστατίνη από το αναμενόμενο».

Οστεοπόρωση και οστική πυκνότητα

Η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια χαμηλής πυκνότητας και φθοράς των οστών. Η κατάσταση καθιστά τα οστά πιο πορώδη και εύθραυστα και αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο θραύσης τους, ειδικά στον καρπό, στο ισχίο και στη σπονδυλική στήλη.

Οι ηλικιωμένοι έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ισορροπία μεταξύ σχηματισμού οστού και καταστροφής του μετατοπίζεται προς μια μεγαλύτερη καταστροφή με την ηλικία.

Για τους περισσότερους ανθρώπους, η οστική πυκνότητα και η μέγιστη δύναμη των οστών επιτυγχάνεται λίγο πριν τα 30. Μετά από αυτή την ηλικία η πυκνότητα των οστών αρχίζει να μειώνεται. Για τις γυναίκες, η μείωση της οστικής πυκνότητας είναι ταχύτερη στα πρώτα χρόνια μετά την εμμηνόπαυση.

Μια μελέτη του 2014 υπολόγισε ότι υπήρχαν πάνω από 53 εκατομμύρια ηλικιωμένοι με χαμηλή οστική μάζα ή οστεοπόρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι περισσότερες προηγούμενες έρευνες σχετικά με την επίδραση των στατινών τείνουν να επικεντρώνονται στη μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις. Υπάρχουν μελέτες, για παράδειγμα, που δείχνουν ότι με τη μείωση της LDL χοληστερόλης κάτω από τα 55 mg /dL στα άτομα υψηλού κινδύνου, οι στατίνες μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα καρδιαγγειακά επεισόδια.

Ωστόσο, αυτές οι μελέτες δεν έχουν διερευνήσει αρκετά την επίδραση των χαμηλών επιπέδων χοληστερόλης σε άλλες παθήσεις όπως είναι η οστεοπόρωση. Η χοληστερόλη είναι ένα δομικό στοιχείο για την παραγωγή βασικών ορμονών, συμπεριλαμβανομένων των ορμονών του φύλου, όπως τα οιστρογόνα και η τεστοστερόνη, που είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία των οστών.

«Γνωρίζουμε ότι οι χαμηλές συγκεντρώσεις σεξουαλικών ορμονών, και ειδικά η πτώση των επιπέδων των οιστρογόνων κατά την εμμηνόπαυση, είναι η κύρια αιτία για την αύξηση της οστεοπόρωσης στις γυναίκες», είπε η Kautzky-Willer. Ο λόγος γι’ αυτό είναι επειδή τα χαμηλά οιστρογόνα έχουν ως συνέπεια έναν μικρότερο σχηματισμό οστών. «Υπάρχει μια παρόμοια σχέση μεταξύ της πυκνότητας των οστών και της τεστοστερόνης», πρόσθεσε η ειδικός.

Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της μελέτης ήταν η χρήση μιας προσέγγισης “μεγάλων δεδομένων” που απαιτούσε εξειδικευμένες δεξιότητες στατιστικής ανάλυσης. Ο συγγραφέας της μελέτης, Caspar Matzhold, από το Κέντρο Επιστήμης Πολυπλοκότητας (CSH) της Βιέννης στην Αυστρία, ήταν υπεύθυνος για την επεξεργασία και την ανάλυση του τεράστιου όγκου δεδομένων για την υγεία.

«Από αυτό το μεγάλο σύνολο δεδομένων φιλτράραμε εκείνους που λάμβαναν τακτικά στατίνες για τουλάχιστον 1 χρόνο», είπε ο Matzhold, υποψήφιος για Ph.D στο Τμήμα Συστημάτων Συστημάτων Πληροφορικής του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Βιέννης.

Η συσχέτιση -τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες- υπήρχε ακόμα και μετά την εξάλειψη της επίδρασης άλλων παραγόντων που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης, όπως το υπερβολικό βάρος, η ηλικία και ορισμένες ιατρικές παθήσεις.

Η ερευνητική ομάδα θεωρεί ότι οι κλινικές μελέτες πρέπει να διερευνήσουν περαιτέρω τη σχέση μεταξύ χρήσης στατίνης και οστεοπόρωσης.

Η παρακολούθηση ανθρώπων υψηλού κινδύνου για οστεοπόρωση, δηλαδή των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών που ακολουθούν θεραπείες με υψηλή δόση στατινών, θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για την παροχή εξατομικευμένων μέτρων για πρόληψη ή για θεραπεία της οστεοπόρωσης.

Δείτε επίσης