Του Tim Spector (προσαρμογή από το The Conversation).
Επιλέγουμε τα τρόφιμά μας για διάφορους λόγους, όπως η προσωπική προτίμηση, η διαθεσιμότητα, το κόστος και το πόσο υγιεινά είναι. Αλλά πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας και τις προτιμήσεις των μικροβίων που έχουμε στο έντερό μας.
Τα βακτήρια στα έντερα μας, συλλογικά γνωστά ως εντερικό μικροβίωμα, ζουν καταναλώνοντας φυτικές ίνες και ουσίες που προέρχονται από τα τρόφιμα που τρώμε. Οι φυτικές ίνες είναι ένας όρος ομπρέλα που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μορίων με βάση τη ζάχαρη (πολυσακχαρίτες) αλλά δεν απορροφώνται από το λεπτό έντερο. Δεν είναι σαφές πώς τα επί μέρους φυτικά πολυσακχαρίδια επηρεάζουν την ανάπτυξη των διαφορετικών ειδών βακτηρίων του εντέρου.
Ενώ γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι που τρώνε μια μεγαλύτερη ποσότητα διαφορετικών φυτικών τροφών έχουν πιο ποικίλο και υγιεινό μικροβίωμα, είναι λιγότερο γνωστό ποια βακτήρια προτιμούν ποια τρόφιμα.
Οι συντάκτες μια μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Cell, εξέθρεψαν ποντίκια σε στείρες συνθήκες και στη συνέχεια τους έδωσαν 20 διαφορετικά είδη ανθρώπινων βακτηρίων του εντέρου. Στην αρχή όλα τα ποντίκια είχαν παρόμοιο σύνολο εντερικών μικροβίων. Οι ερευνητές έδωσαν στα ζώα μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και χαμηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, κάτι που χαρακτηρίζει τη δυτική διατροφή. Αυτή η διατροφή συμπληρώθηκε με 34 παρασκευάσματα καθαρισμένων φυτικών ινών από φρούτα και λαχανικά.
Οι ερευνητές παρατήρησαν πώς άλλαξε το μικροβίωμα των ζώων ως αποτέλεσμα της διατροφής τους. Διαπίστωσαν ότι ορισμένα βακτήρια προτιμούν διαφορετικά συμπληρώματα φυτικών ινών και όταν είναι διαθέσιμη η αγαπημένη τους τροφή, αυξάνονταν η παρουσία τους στο έντερο. Για παράδειγμα, τα ποντίκια που έφαγαν πολλές φυτικές ίνες μπιζελιού είχαν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό βακτηρίων που ονομάζονται Bacteroides thetaiotaomicron, στο τέλος του πειράματος.
Αλλά οι φυτικές ίνες των τροφίμων αποτελούνται από διάφορα μόρια. Συχνά περιέχουν μια ποικιλία πολυσακχαριτών μακράς αλυσίδας που δεν μπορούμε να διασπάσουμε χωρίς τη βοήθεια των βακτηρίων του εντέρου. Για να μάθουν οι ερευνητές ποια μόρια πολυσακχαριτών αύξησαν τον αριθμό συγκεκριμένων μικροβίων έκαναν επιπρόσθετα πειράματα. Για το Bacteroides thetaiotaomicron, για παράδειγμα, η αύξηση της αφθονίας τους είχε αιτία ένα μόριο στις φυτικές ίνες αρακά που ονομάζεται arabinan.
Το μικροβίωμα είναι μια πολύπλοκη κοινότητα αποτελούμενη από δισεκατομμύρια βακτήρια. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς τα τρόφιμα που τρώμε επηρεάζουν το μικροβίωμα στο σύνολό του αλλά και τα μεμονωμένα βακτηριακά είδη. Η απλή παροχή ενός συγκεκριμένου τύπου φυτικών ινών δεν αποτελεί εγγύηση ότι τα βακτήρια θα τις καταναλώσουν. Και αν το ίδιο φαγητό προτιμάται από δύο ανταγωνιστικά είδη βακτηρίων, ένα ευεργετικό και ένα δυνητικά επιβλαβές, πώς εξασφαλίζεται ότι το πιο υγιές είδος θα ευδοκιμήσει;
Για να καταλάβουν οι ερευνητές ποια βακτήρια μεταβολίζουν κάθε τύπο φυτικών ινών και πώς η παρουσία άλλων βακτηρίων επηρεάζει τις επιλογές τους, χρησιμοποίησαν μαγνητικές χάντρες επικαλυμμένες με μόρια φθορίζουσας φυτικής ίνας. Όπως θα περίμενε κανείς όταν υπάρχουν πολλά βακτήρια και περιορισμένη προσφορά αγαπημένων τροφίμων, τα βακτήρια συναγωνίστηκαν για ορισμένες φυτικές ίνες. Διαπιστώθηκε ότι τα βακτήρια προσαρμόζονται στις αλλαγές των συνθηκών. Ορισμένα είδη μπορούσαν να προσαρμοστούν στην παρουσία άλλων που προτιμούσαν την ίδια φυτική ίνα, αλλάζοντας την πηγή της τροφής τους. Άλλα μικρόβια επέμεναν να θέλουν τα αγαπημένα τους γεύματα. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένα στελέχη μπορούν να προσαρμόζονται πιο εύκολα στις αλλαγές της διατροφή μας.
Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι αυτό που τρώμε και πίνουμε έχει βαθύ αντίκτυπο στη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος και επομένως έχει τεράστιο αντίκτυπο στη διατροφή και την υγεία. Αλλά πρέπει να γίνει πολλή δουλειά πριν κατανοηθούν πραγματικά οι επιδράσεις του φαγητού στα μικρόβια και την υγεία μας.
Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα δείχνουν μεγάλες διαφορές στις ανταποκρίσεις μεταξύ των ανθρώπων ως προς τα ίδια τρόφιμα. Ακόμα και οι αληθινοί δίδυμοι, που μοιράζονται το 100% των γονιδίων τους και μεγάλο μέρος της ανατροφής τους και του περιβάλλοντος, μπορούν να έχουν πολύ διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στα ίδια τρόφιμα.