Οι άνθρωποι είμαστε περίπλοκοι και υπάρχουν πολλά πράγματα που επηρεάζουν την υγεία μας. Μερικά δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε, όπως η ηλικία ή η γενετική μας σύνθεση. Αλλά υπάρχουν άλλα που μπορούμε να αλλάξουμε όπως η διατροφή και ο τρόπος ζωής μας. Υπάρχουν επίσης και τα τρισεκατομμύρια βακτήρια που ζουν στα έντερά μας -το μικροβίωμα- που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην υγεία μας.
Το μικροβίωμα είναι ίσως το πιο καυτό θέμα στη διατροφή και την υγεία τα τελευταία χρόνια, με τους ερευνητές να θέλουν να χαρτογραφήσουν και να χειραγωγήσουν τους βακτηριακούς φίλους μας. Τα τρόφιμα που τρώμε είναι μείγματα πολλών θρεπτικών ουσιών που επηρεάζουν το μικροβίωμα με διάφορους τρόπους. Αλλά ενώ γνωρίζουμε ότι ένα πιο διαφοροποιημένο μικροβίωμα είναι δείκτης καλύτερης υγείας του εντέρου, δεν ξέρουμε πολλά για το πώς συγκεκριμένα τρόφιμα επηρεάζουν τα διάφορα μικροβιακά είδη.
Μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα δείχνει ότι τρόφιμα που έχουν συγκρίσιμα διατροφικά χαρακτηριστικά μπορούν να έχουν πολύ διαφορετικές επιδράσεις στο μικροβίωμα, από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Στην μελέτη, ερευνητές ζήτησαν από 34 υγιείς εθελοντές να συλλέξουν λεπτομερή αρχεία για όλα όσα έφαγαν ή ήπιαν σε διάστημα 17 ημερών, συσχετίζοντας αυτές τις πληροφορίες με την ποικιλομορφία των μικροβίων που βρέθηκαν σε δείγματα κοπράνων. Όπως αναμενόταν, παρόλο που υπήρχαν πολλά τρόφιμα που κατανάλωναν οι συμμετέχοντες -όπως ο καφές, το τυρί cheddar, το κοτόπουλο και τα καρότα- τα τρόφιμα είχαν μοναδικές επιδράσεις στα διάφορα άτομα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ενώ οι επιλογές τροφίμων κάθε συμμετέχοντα επηρέασαν το δικό του μικροβίώμα, με ορισμένα τρόφιμα να αυξάνουν ή να μειώνουν την αφθονία συγκεκριμένων βακτηριακών στελεχών, δεν υπήρχε το ίδιο αποτέλεσμα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Για παράδειγμα, τα φασόλια αύξησαν την αναλογία ορισμένων βακτηρίων σε ένα άτομο αλλά είχαν πολύ λιγότερη επίδραση σε ένα άλλο.
Επίσης, αν και τα συγγενικά τρόφιμα (όπως ορισμένα λάχανα) τείνουν να έχουν το ίδιο αντίκτυπο στο μικροβίωμα, τα άσχετα μεταξύ τους τρόφιμα που έχουν παρόμοιες θρεπτικές συνθέσεις είχαν εντυπωσιακά διαφορετικά αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι η συμβατική διατροφική επισήμανση των θερμίδων και των βιταμινών ίσως να μην φτάνει για να κριθεί πόσο υγιεινή είναι μια τροφή.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι συστάσεις για τη βελτίωση του μικροβιώματος δεν είναι απλή και θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη, λαμβάνοντας υπόψη τα βακτήρια του ατόμου και τις επιπτώσεις συγκεκριμένων τροφίμων σε αυτά.
Η PREDICT, μια σημαντική μελέτη, εξέτασε τις διατροφικές αντιδράσεις σε τρόφιμα 1.100 εθελοντών από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων ζευγαριών διδύμων, μετρώντας το σάκχαρο στο αίμα (γλυκόζη), την ινσουλίνη, τα τριγλυκερίδια και άλλους δείκτες. Κατέγραψε επίσης πληροφορίες σχετικά με τη δραστηριότητα, τον ύπνο, την πείνα, τη διάθεση, τη γενετική και το μικροβίωμα.
Τα αρχικά αποτελέσματα, που παρουσιάστηκαν στην Αμερικανική Ένωση Διαβήτη στις αρχές του μήνα, αποτέλεσαν μια μεγάλη έκπληξη. Ανακαλύφθηκε ότι τα άτομα έχουν επαναλαμβανόμενες, προβλέψιμες απαντήσεις στα διαφορετικά τρόφιμα, ανάλογα με τις αναλογίες πρωτεϊνών, λιπών και υδατανθράκων. Αλλά υπήρχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, έως και οκταπλάσιες αποκλίσεις από το μέσο όρο -ακόμη και ανάμεσα σε πανομοιότυπους διδύμους.
Λιγότερο από το 30% της διακύμανσης μεταξύ των αποκρίσεων στη ζάχαρη οφείλεται στο γενετικό προφίλ ενώ για το λίπος το ποσοστό είναι κάτω από το 20%. Μάλιστα μια κακή ανταπόκριση στο λίπος δεν σήμαινε τίποτα για την ανταπόκριση στη ζάχαρη.
Ανακαλύφθηκε επίσης ότι οι γνήσιοι δίδυμοι μοιράστηκαν μόνο το 37% των μικροβίων τους. Το ποσοστό είναι ελαφρώς υψηλότερο από αυτό που μοιράζονται δύο άσχετοι άνθρωποι, υπογραμμίζοντας τη μικρή επίδραση των γονιδίων.
Η έρευνα δείχνει πως αν θέλετε να βρείτε τα τρόφιμα που λειτουργούν καλύτερα για το μεταβολισμό σας, πρέπει να γνωρίζετε την προσωπική σας διατροφική απόκριση. Αυτό όμως δεν μπορεί να προβλεφθεί από απλές γενετικές εξετάσεις.