Tι ξέρουμε και τι όχι για τις τελευταίες μεταλλάξεις του κορωνοϊού

Η εμφάνιση στη Βρετανία και τη Νότια Αφρική δύο νέων παραλλαγών του κορωνοϊού SARS-CoV-2, οι οποίες είναι πιθανώς πολύ πιο μολυσματικές, προκάλεσε ευρεία ανησυχία.

Όλοι οι ιοί μεταλλάσσονται όταν αναπαράγονται προκειμένου να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους. Οι επιστήμονες έχουν εντοπίσει πολλές μεταλλάξεις του SARS-CoV-2 από τότε που εμφανίστηκε στην Κίνα στα τέλη του 2019.

Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταλλάξεων δεν άλλαξε ουσιαστικά ούτε τη μολυσματικότητα ούτε τη μεταδοτικότητα του ιού. Ωστόσο, μια παραλλαγή του, η B117, η οποία πιθανότατα εμφανίστηκε στη νοτιοανατολική Αγγλία τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα με το Imperial College London, έχει τώρα εντοπιστεί σε χώρες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Μια άλλη παραλλαγή, η 501.V2, εντοπίστηκε στη Νότια Αφρική τον Οκτώβριο και έκτοτε εξαπλώθηκε επίσης σε πολλές χώρες.

Και οι δύο παραλλαγές έχουν πολλαπλές μεταλλάξεις στον ιό, κυρίως στην πρωτεϊνική ακίδα, το τμήμα του ιού που προσκολλάται στα ανθρώπινα κύτταρα και τον βοηθά να εισβάλλει. Πιο συγκεκριμένα, οι μεταλλαγμένες εκδόσεις έχουν ένα τροποποιημένο πεδίο δέσμευσης του υποδοχέα γνωστό ως Ν501Υ, που βρίσκεται στην πρωτεϊνική ακίδα και επιτρέπει στον ιό να κολλήσει ευκολότερα στον υποδοχέα ACE2 των ανθρώπινων κυττάρων. Αυτό καθιστά τις μεταλλαγμένες παραλλαγές δυνητικά πιο μολυσματικές. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Νόσων (ECDC: European Centre for Disease Control) λέει ότι, ενώ δεν υπάρχει «σαφής σχέση» μεταξύ της ενισχυμένης δέσμευσης στον υποδοχέα ACE2 και της αυξημένης μεταδοτικότητας, «είναι εύλογο να υπάρχει τέτοια σχέση».

Είναι πιο μεταδοτικοί οι ιοί αυτοί; Αρκετές πρόσφατες μελέτες -που δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί από ομοτίμους- κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η βρετανική παραλλαγή του SARS-CoV-2 είναι πιθανό να είναι πολύ πιο μεταδοτική από άλλα στελέχη. Η επιτροπή εμπειρογνωμόνων NERVTAG, η οποία συμβουλεύει τη βρετανική κυβέρνηση σχετικά με τον έλεγχο των ασθενειών, εκτιμά ότι η νέα μετάλλαξη είναι 50-70% πιο μεταδοτική. Συμφωνεί και μια ερευνητική ομάδα στο London School of Hygiene and Tropical Medicine (LSHTM), θεωρώντας ότι η αυξημένη δυνατότητα μετάδοσης είναι στο εύρος 50-74%.

Την περασμένη εβδομάδα ερευνητές στο Imperial College London δημοσίευσαν τα αποτελέσματα μιας μελέτης σε χιλιάδες γενετικές αλληλουχίες του SARS-CoV-2 που βρέθηκαν στη Βρετανία μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου. Διαπίστωσαν ότι η νέα παραλλαγή είχε «ουσιαστικό πλεονέκτημα μετάδοσης», με ρυθμό αναπαραγωγής μεταξύ 0,4 και 0,7 υψηλότερο από τον μη μεταλλαγμένο ιό. Οι προκαταρκτικές μελέτες σχετικά με τη νοτιοαφρικανική παραλλαγή κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι είναι πιο μεταδοτική.

Αν και τα αρχικά δεδομένα φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι οι δύο νέες παραλλαγές είναι πιο μεταδοτικές, οι ειδικοί συνιστούν προσοχή. Ο Μπρούνο Κόινγκαρντ, επικεφαλής μολυσματικών ασθενειών της γαλλικής υγειονομικής αρχής Sante Publique France, δήλωσε ότι η εξάπλωση της βρετανικής παραλλαγής οφείλεται σε «συνδυασμό παραγόντων». “Αυτά αφορούν τα χαρακτηριστικά του ιού, αλλά και τα μέτρα πρόληψης και ελέγχου που έχουν τεθεί σε εφαρμογή”, είπε.

Έχει γίνει πιο επικίνδυνος ο ιός;

Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι οι μεταλλαγμένοι ιοί προκαλούν μεγαλύτερη βλάβη ή είναι πιο θανατηφόροι. Αλλά η αυξημένη μεταδοτικότητα από μόνη της θέτει ένα τεράστιο πρόβλημα, δεδομένου ότι ένα ποσοστό ασθενών με COVID-19 χρειάζονται νοσοκομειακή περίθαλψη, και με την αυξημένη μετάδοση αυτό το ποσοστό μεταφράζεται τώρα σε περισσότερα νοσηλευόμενα άτομα. “Η αυξημένη μεταδοτικότητα τελικά μεταφράζεται σε πολύ υψηλότερο ποσοστό επίπτωσης, ακόμα και με την ίδια θνησιμότητα, που σημαίνει σημαντική πίεση στα συστήματα υγείας”, δήλωσε ο Κόινγκαρντ.

Ο Άνταμ Κουτσάσκι, επιδημιολόγος στο LSHTM, δήλωσε ότι ένας ιός που είναι 50% πιο μεταδοτικός είναι «πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα» από έναν που είναι 50% πιο θανατηφόρος. Στο Twitter, εξήγησε πώς μια ασθένεια όπως η COVID-19, με ποσοστό αναπαραγωγής (R) 1,1 (δηλαδή κάθε ασθενής μολύνει κατά μέσο όρο 1,1 άλλους) και ποσοστό θνησιμότητας 0,8%, προκαλεί 129 θανάτους μέσα σε ένα μήνα. Εάν το ποσοστό θνησιμότητας αυξηθεί κατά 50%, ο αριθμός των θανάτων θα αυξηθεί σε 193. Από την άλλη πλευρά, λόγω της εκθετικής αύξησης των περιπτώσεων με μια πιο μεταδοτική παραλλαγή, μια ασθένεια με 50% υψηλότερο ποσοστό μετάδοσης μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των θανάτων σε 978.

Οι αρχικές μελέτες κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι η βρετανική παραλλαγή ήταν σημαντικά πιο μεταδοτική μεταξύ των νέων, γεγονός που εγείρει ζήτημα για το άνοιγμα των σχολείων. Ο Αρνώ Φόντανετ, επιδημιολόγος στο επιστημονικό συμβούλιο της Γαλλίας, ανέφερε ότι η νέα βρετανική παραλλαγή είναι “εξαιρετικά ανησυχητική τώρα”. Μελέτη του LSHTM κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα lockdown παρόμοια με αυτά που παρατηρήθηκαν σε ολόκληρη τη Βρετανία τον Νοέμβριο θα ήταν ανεπαρκή για να σταματήσουν την εξάπλωση της νέας παραλλαγής “εκτός εάν κλείσουν επίσης τα δημοτικά σχολεία, τα γυμνάσια και τα πανεπιστήμια”.

Θα συνεχίσουν να λειτουργούν τα εμβόλια;

Καθώς οι εκστρατείες εμβολιασμού ξεκινούν σε όλο τον κόσμο, υπάρχει o φόβος τα εμβόλια να μην ανταποκρίνονται στις μεταλλάξεις.

Tα εμβόλια RNA messenger που αναπτύχθηκαν από την Pfizer και την Moderna κάνουν τον οργανισμό να παράγει την πρωτεΐνική ακίδα του ιού -το μέρος του παθογόνου που έχει μεταλλαχθεί στα νέα στελέχη του ιού. Το ECDC είπε ότι ήταν πολύ νωρίς για να ξέρουμε εάν οι μεταλλάξεις θα επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Ο Χένρι Γουόκε από τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου Νόσων δήλωσε ότι “οι ειδικοί πιστεύουν ότι τα τρέχοντα εμβόλια θα είναι αποτελεσματικά έναντι αυτών των στελεχών”.

Ωστόσο, ο Φρανσουά Μπαλούξ, καθηγητής Βιολογίας Υπολογιστικών Συστημάτων και Διευθυντής στο Ινστιτούτο Γενετικής του University College του Λονδίνου, ανέφερε ότι η μετάλλαξη της πρωτεΐνης της ακίδας της Νότιας Αφρικής “βοηθά τον ιό να παρακάμψει την ανοσολογική προστασία που παρέχεται από προηγούμενη μόλυνση ή εμβολιασμό”. Ο Γερμανός προγραμματιστής εμβολίων της BioNTech δήλωσε ότι, εάν χρειαστεί, θα μπορούσε να αναπτύξει ένα νέο εμβόλιο που θα λειτουργούσε για τις μεταλλαγμένες εκδόσεις εντός έξι εβδομάδων.

Τι μπορεί να γίνει για τις παραλλαγές του ιού;

Είναι αδύνατο να εξαλειφθούν πλήρως οι νέες ιογενείς παραλλαγές, αν και ο στόχος από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής θα πρέπει να είναι η «μέγιστη καθυστέρηση» της εξάπλωσής τους. Το ECDC λέει ότι σε χώρες που δεν επηρεάζονται επί του παρόντος από τις νέες μεταλλάξεις, “οι προσπάθειες για καθυστέρηση της εξάπλωσης πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτές που έγιναν κατά το προηγούμενο στάδιο της πανδημίας”. Σε αυτές περιλαμβάνονται διαγνωστικά τεστ και απομόνωση νέων αφίξεων, εντοπισμός επαφών και περιορισμένα ταξίδια, ανέφερε. Ορισμένα από τα υπάρχοντα τεστ PCR μπορούν να ανιχνεύσουν τη βρετανική παραλλαγή.

Το στέλεχος 501.V2, της Νότιας Αφρικής, έχει πολλές μεταλλάξεις στην πρωτεϊνική ακίδα. Οι εταιρείες διεξάγουν επί του παρόντος πειράματα τόσο με αυτό το στέλεχος όσο και το άλλο που εντοπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, το B.1.1.7. Αυτά τα πειράματα είναι οι λεγόμενοι προσδιορισμοί εξουδετέρωσης -επωάζονται ιοί με αντισώματα και ανθρώπινα κύτταρα, για να διαπιστωθεί αν τα αντισώματα αποτρέπουν τη μόλυνση. Επίσης, διεξάγονται εξετάσεις με αίμα από εμβολιασμένα άτομα και όσους κόλλησαν τον ιό και ανέπτυξαν φυσικά αντισώματα. Τα περισσότερα διαθέσιμα εμβόλια εκπαιδεύουν το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίσει την πρωτεϊνική ακίδα και όχι κάποιο άλλο μέρος του ιού. Εάν η πρωτεϊνική ακίδα συσσωρεύει πάρα πολλές μεταλλάξεις, μπορεί να γίνει μη αναγνωρίσιμη από το ανοσοποιητικό σύστημα, επιτρέποντας στον ιό να αποφύγει την ανίχνευσή του. Αυτή είναι η δυνητική ανησυχία με τη νέα παραλλαγή 501.V2.

Τούτου λεχθέντος, οι προσδιορισμοί εξουδετέρωσης θα πρέπει σύντομα να αποκαλύψουν εάν πρέπει ή όχι να ανησυχούμε. Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι τα εμβόλια κατά της νόσου COVID-19 δεν θα προστατεύσουν από τα στελέχη Β.1.1.7 και 501.V2. Εμπειρογνώμονες ανέφεραν στην εφημερίδα The New York Times ότι πιθανότατα χρειάζονται χρόνια, και όχι μήνες, για να μεταλλαχθεί ο κορωνοϊός αρκετά ώστε να ξεπεράσει τα διαθέσιμα εμβόλια. Με άλλα λόγια, τα εμβόλια μπορεί να γίνουν λιγότερο αποτελεσματικά με την πάροδο του χρόνου, παρά να πάψουν να λειτουργούν ξαφνικά.

Δείτε επίσης