Μια ευρωπαϊκή έρευνα δείχνει ότι ο Candidozyma auris -ένας επικίνδυνος και ανθεκτικός στα φάρμακα μύκητας- εξαπλώνεται ραγδαία σε νοσοκομεία σε όλη την ήπειρο. Τα κρούσματα και οι επιδημίες αυξάνονται, με ορισμένες χώρες να βλέπουν πλέον συνεχή τοπική μετάδοση.
Οι επιστήμονες απομόνωσαν για πρώτη φορά τον C. auris από το αυτί ενός Ιάπωνα ασθενούς το 2009. Έκτοτε έχει εξαπλωθεί σε νοσοκομεία σε περισσότερες από 40 χώρες. Ο C. auris είναι ένα είδος ζύμης -μονοκύτταροι μικροοργανισμοί από το βασίλειο των μυκήτων. Ενώ οι ζύμες συμβάλλουν σε ένα υγιές μικροβίωμα και πολλοί άνθρωποι βιώνουν μόνο ήπιες μολύνσεις όταν διαταράσσεται η μικροβιακή ισορροπία, ο C. auris είναι πολύ πιο επικίνδυνος. Ο μύκητας συνήθως προκαλεί μόνο ήπιες λοιμώξεις σε υγιείς ανθρώπους, αλλά σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, μπορεί να αποδειχθεί θανατηφόρος, ιδιαίτερα όταν εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος και σε ζωτικά όργανα. Ο μύκητας εξαπλώνεται από το δέρμα στην κυκλοφορία του αίματος και στα όργανα.
Ένας επικίνδυνος μύκητας
Ο C. auris προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις οργάνων όταν παραβιάζει τη φυσική άμυνα του σώματος. Μεταξύ 30% και 60% των ασθενών με διεισδυτικές λοιμώξεις από C. auris πεθαίνουν. Και οι ασθενείς που φέρουν τον μύκητα κινδυνεύουν να αναπτύξουν οι ίδιοι λοιμώξεις και να τις μεταδώσουν σε άλλους.
Ο μύκητας μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί επειδή ορισμένα στελέχη είναι ανθεκτικά σε σχεδόν όλα τα διαθέσιμα φάρμακα. Ο C. auris φαίνεται να εξελίσσεται ταχέως, με νέα στελέχη ανθεκτικά στα φάρμακα να εμφανίζονται τακτικά. O Candidozyma auris ευδοκιμεί σε θερμότερα περιβάλλοντα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι (σε αντίθεση με άλλα είδη candida) και πιστεύεται ότι έχει αναδειχθεί ως ανθρώπινο παθογόνο λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ομαδοποιείται σε πέντε διαφορετικές ομάδες, καθεμία με ξεχωριστές γενετικές και κλινικές ιδιότητες (όπως λοιμογόνο δράση και αντιμυκητιασική αντοχή), καθώς και διαφορετικές γεωγραφικές κατανομές.
Ο C. auris εξαπλώνεται κυρίως σε νοσοκομεία μέσω άμεσης επαφής με μολυσμένα άτομα ή μολυσμένες επιφάνειες. Παράγει πρωτεΐνες που ονομάζονται προσκολλητικές ουσίες και τον βοηθούν να κολλήσει στις επιφάνειες, καθιστώντας πολύ δύσκολο να αφαιρεθεί. Εξαπλώνεται γρήγορα επειδή τα νοσοκομεία δυσκολεύονται να τον εντοπίσουν και να τον εξαλείψουν. Οι άνθρωποι μπορούν να τον μεταφέρουν στο δέρμα τους χωρίς συμπτώματα, φέρνοντάς τον εν αγνοία τους στα νοσοκομεία. Η διάγνωση είναι δύσκολη. Οι τυπικές εργαστηριακές εξετάσεις αναγνωρίζουν λανθασμένα τον C. auris ως κοινή μυκητίαση. Τα νοσοκομεία χρειάζονται εξειδικευμένες μεθόδους για να τον αναγνωρίσουν σωστά, επομένως τα πρώιμα κρούσματα δεν αναγνωρίζονται χωρίς πρόσβαση σε αυτά τα εργαλεία. Ο μύκητας αναπτύσσεται σε υψηλότερες θερμοκρασίες (ιδανικά στους 37-40°C), ευδοκιμώντας στα ζεστά σώματα. Αντέχει επίσης στην τακτική απολύμανση. Σχηματίζει βιοφίλμ -στρώματα μικροβιακής ανάπτυξης που αποδεικνύονται εξαιρετικά δύσκολο να εξαλειφθούν.
Ο C. auris έχει εξαπλωθεί γρήγορα σε όλη την Ευρώπη και τώρα προκαλεί παρατεταμένες νοσοκομειακές εξάρσεις. Μεταξύ των ετών 2013 και 2023, υπήρξαν πάνω από 4.000 κρούσματα, και τα 1.300 μόνο το 2023. Έχει φτάσει σε κάθε ήπειρο εκτός από την Ανταρκτική. Οι επιστήμονες έχουν εντοπίσει διακριτές γενετικές ομάδες που κυριαρχούν σε διαφορετικές περιοχές, καθεμία από τις οποίες ποικίλλει ως προς την ευκολία εξάπλωσής της και την αντοχή της στη θεραπεία, καθιστώντας τον έλεγχο πιο δύσκολο.
Οι υγειονομικές αρχές αναγνωρίζουν ότι πρέπει να περιορίσουν τον C. auris και αναλαμβάνουν δράση. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων στις ΗΠΑ έχει ζητήσει αυστηρότερη επιτήρηση και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει τοποθετήσει τον C. auris στον κατάλογο των μυκητιακών παθογόνων με προτεραιότητα.
Μπορεί να σταματήσει;
Τα νοσοκομεία μπορούν να ελέγξουν τον C auris. Όσα έχουν δράσουν γρήγορα έχουν περιορίσει τα κρούσματα. Οι ειδικοί τονίζουν ότι υπάρχει ένα κρίσιμο χρονικό περιθώριο όταν αυστηρά μέτρα μπορούν να εξαλείψουν ένα μεμονωμένο κρούσμα ή μια μικρή επιδημία. Ωστόσο, όταν ο C. auris εξαπλωθεί ευρέως σε ένα νοσοκομείο ή μια περιοχή, γίνεται εξαιρετικά δύσκολο να σταματήσει.
Τα νοσοκομεία πρέπει να ενισχύσουν τις πρακτικές ελέγχου των λοιμώξεων, ενώ οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επιβάλλουν την αναφορά κάθε κρούσματος C. auris στις υγειονομικές υπηρεσίες, ώστε να μπορεί να παρακολουθείται η εξάπλωση του μύκητα. Οι αρχές δημόσιας υγείας μπορούν να βοηθήσουν εκδίδοντας σαφείς οδηγίες και επεκτείνοντας την πρόσβαση σε αξιόπιστα τεστ. Εξειδικευμένες ομάδες αντιμετώπισης θα πρέπει να είναι έτοιμες να υποστηρίξουν τα νοσοκομεία κατά τη διάρκεια επιδημιών.
Εάν οι αρχές επιτρέψουν στον C. auris να εξαπλωθεί ανεξέλεγκτα, θα μπορούσε να γίνει μια μόνιμη απειλή για την υγειονομική περίθαλψη, προκαλώντας συχνές επιδημίες που σημαίνουν υψηλότερο κόστος, περιορισμένη χωρητικότητα νοσοκομείων και περισσότερες ασθένειες και θανάτους. Μπορεί επίσης ο C. auris να αναπτύξει μεγαλύτερη αντοχή στα φάρμακα μέσω της συνεχιζόμενης κυκλοφορίας. Οι επιστήμονες έχουν ήδη βρει ορισμένα στελέχη που αντιστέκονται σε όλα τα κύρια αντιμυκητιασικά φάρμακα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι υγειονομικές αρχές τονίζουν την ανάγκη για άμεση δράση.