Διαγνωστικές εξετάσεις για την υπογονιμότητα

Τέσσερα στα πέντε ζευγάρια που έχουν πρόβλημα υπογονιμότητας μπορούν να αποκτήσουν παιδιά με την κατάλληλη αντιμετώπιση. Νέες διαγνωστικές μέθοδοι μπορούν να δώσουν λύση στο πρόβλημα χωρίς να χρειαστεί να οδηγηθεί το ζευγάρι στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Μια απλή αιματολογική εξέταση για τη γυναίκα , με την οποία μετρώνται τα επίπεδα της αντιμυλλεριανής ορμόνης και μία εξέταση σπέρματος του άντρα, με την οποία ανιχνεύονται τα σπερματοζωάρια των οποίων τo γενετικό υλικό είναι κατακερματισμένο, συμπεριλαμβάνονται στις νέες διαγνωστικές μεθόδους με τις οποίες ο εξειδικευμένος γιατρός θα επιλέξει την κατάλληλη θεραπεία για να αντιμετωπισθεί η υπογονιμότητα.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν είναι η μοναδική λύση για την απόκτηση παιδιού αλλά η τελευταία. «Στόχος της ιατρικής είναι να μην οδηγεί η υπογονιμότητα το ζευγάρι απευθείας στην εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά στη διάγνωση των αιτίων του προβλήματος και, εφόσον είναι δυνατόν, σε σύλληψη με φυσιολογικές μεθόδους, ανάλογα με την περίπτωση. Σημαντικό είναι να γίνεται πρώτα η διάγνωση και μετά η θεραπεία. Δηλαδή όταν τα αίτια είναι ήπια το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με ήπιες μεθόδους αν τα αίτια είναι σοβαρά επιλέγουμε άλλες μεθόδους» επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής ενδροκρινολογίας στο, ΑΠΘ Δημήτρης Γουλής, με αφορμή την επιστημονική διημερίδα με θέμα: «Πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας και διέγερση των ωοθηκών» που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη.

Η   αντιμυλλεριανή ορμόνη

Αναφερόμενος στις νέες διαγνωστικές μεθόδους ο κ Γουλής εξηγεί ότι με την εξέταση της αντιμυλλεριανής ορμόνης, στην οποία υποβάλλεται η γυναίκα από την 3η ως την 5η ημέρα του κύκλου της, παρέχονται πληροφορίες για το αναπαραγωγικό δυναμικό της και για την πιθανότητα να εξελιχθεί ευνοϊκά η εξωσωματική, εφόσον επιλεγεί ως λύση. «Αν τα επίπεδα της ορμόνης αυτής, η οποία παράγεται από τα ωοθυλάκια, είναι υψηλά σημαίνει ότι η γυναίκα έχει υλικό προς ωρίμανση και θα επιλεγούν μέθοδοι διέγερσης των ωοθηκών προκειμένου να τεκνοποιήσει, αν τα επίπεδα είναι χαμηλά τότε θα επιλεγεί η εξωσωματική» εξηγεί ο κ Γουλής.

Όσον αφορά την εξέταση με την οποία εντοπίζονται τα σπερματοζωάρια του άντρα που δεν έχουν καλό γενετικό υλικό, των οποίων δηλαδή το DNA είναι κατακερματισμένο (έχει όλα τα χρωμοσώματα αλλά δεν βρίσκονται στη σωστή θέση), ο κ. Γουλής αναφέρει ότι αυτή βοηθά στην περίπτωση της ανεξήγητης υπογονιμότητας.

«Με την εξέταση αυτή ανιχνεύουμε το αναπαραγωγικό δυναμικό του άντρα. Η εξέταση αυτή βοηθά σε περιπτώσεις που η υπογονιμότητα είναι ανεξήγητη όπου έχουν έχουμε φαινομενικά καλό σπέρμα. Το πρόβλημα οφείλεται σε οξειδωτικό στρες το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με χορήγηση αντιοξειδωτικών. Μπορούμε όμως να επιλέξουμε τα σπερματοζωάρια που δεν έχουν κατακερματισμένο DNA και τα χρησιμοποιούμε για τεχνητή γονιμοποίηση» εξηγεί ο κ. Γουλής.

Τα αίτια της υπογονιμότητας που είναι κοινά και για τα δύο φύλα είναι: γενετικοί παράγοντες, ενδοκρινικά νοσήματα (σακχαρώδης διαβήτης, παθήσεις του θυρεοειδή αδένα, παθήσεις των επινεφριδίων, παθήσεις του υποθαλάμου, υπερπρολακτιναιμία, υποϋποφυσισμός), παράγοντες του περιβάλλοντος (τοξίνες, οργανικές ενώσεις), κάπνισμα (οι καπνιστές έχουν 60% περισσότερες πιθανότητες να είναι υπογόνιμοι σε σχέση με τους μη καπνιστές). Παράγοντες υπογονιμότητας στις γυναίκες είναι οι διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας, οι παθήσεις των σαλπίγγων, παθήσεις της μήτρας, οι λοιμώξεις και η ενδομητρίωση, ενώ για την υπογονιμότητα των ανδρών ευθύνονται οι λοιμώξεις, η κιρσοκήλη και κρυψορχία. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνυπάρχουν οι παράγοντες υπογονιμότητας και στον άντρα και στη γυναίκα.

Για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα πρέπει να υποβληθούν σε ένα βασικό έλεγχο, που περιλαμβάνει ιατρικό ιστορικό, κλινική εξέταση, βασικό ορμονικό έλεγχο και υπερηχογράφημα των γεννητικών οργάνων. Στον άνδρα απαιτείται, επιπρόσθετα, μια σειρά σπερμοδιαγραμμάτων (τουλάχιστον δύο έως τρία στιγμιότυπα).

«Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η ειδικότητα του ιατρού στον οποίο θα απευθυνθεί το ζευγάρι , δηλαδή αν θα είναι ενδοκρινολόγος, μαιευτήρας-γυναικολόγος ή ουρολόγος, με την προϋπόθεση ότι αυτός έχει εξειδικευθεί στον τομέα της υπογονιμότητας. Αντίθετα, μεγάλη σημασία έχει το ζευγάρι να απευθύνεται μαζί στον ιατρό, ως ενιαία μονάδα, τόσο για λόγους ψυχολογικούς όσο και για καθαρά ιατρικούς» καταλήγει ο κ. Γουλής.

Δείτε επίσης