Η βιομηχανική κληρονομιά της Ελευσίνας

Τα ίχνη της βιομηχανικής εξέλιξης σε μιαν ανεξερεύνητη περιοχή, αυτή της Ελευσίνας, αλλά και τις ψηφίδες της ιστορίας των πρώτων βιομηχανικών μονάδων στην ευρύτερη περιοχή του Θριάσιου πεδίου αναζήτησαν ερευνητές του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου.

Τον εντοπισμό και την καταγραφή των σωζόμενων εγκαταστάσεων των βιομηχανιών στην Ελευσίνα ανέλαβαν οι ερευνητές του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, υπό την καθοδήγηση του επίκουρου καθηγητή, Νίκου Μπελαβίλα, και σε συνεργασία με το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς.

Όπως εξηγεί στο ΑΜΠΕ ο Νίκος Μπελαβίλας, «όλο το θαλάσσιο μέτωπο του Θριασίου καλύπτουν οι βιομηχανίες, με πρώτες να εμφανίζονται οι οινοπνευματοβιομηχανίες και οι σαπωνοποιίες από το 1875 και έπειτα και τελευταίες οι χαλυβουργίες, τα ναυπηγεία και τα διυλιστήρια».

Η έρευνα επικεντρώθηκε στις περισσότερο ιστορικές βιομηχανικές μονάδες, που δημιουργήθηκαν από το 1875 μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου. Οι ερευνητές προχώρησαν σε αποτυπώσεις, καταγραφές και τεκμηρίωση της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής των κτιρίων, αλλά και του εξοπλισμού τους. «Με την έρευνα αυτή κατορθώνουμε να έχουμε εικόνα ακόμα του εξοπλισμού που χάθηκε κατά τον εκσυγχρονισμό των μονάδων. Προχωράμε λοιπόν ένα βήμα πιο πέρα την υπόθεση της γνώσης της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα», τονίζει ο κ. Μπελαβίλας.

Η Ελευσίνα υπήρξε το τρίτο και νεώτερο ιστορικό βιομηχανικό κέντρο της Αττικής, ακολουθώντας με μικρή χρονική απόκλιση τον Πειραιά και το Λαύριο. Η βιομηχανική δραστηριότητα στην πόλη χρονολογείται από το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα με σχετικά μικρές μονάδες επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων. Η ιστορική βιομηχανική ζώνη δημιουργήθηκε στο παράκτιο μέτωπο της πόλης.

Η βιομηχανική ζώνη δεν περιορίστηκε στην άμεση πολεοδομική περιφέρεια της Ελευσίνας. Επεκτάθηκε σε όλη την ομαλή ακτή του μεγάλου κόλπου, από τον Σκαραμαγκά στα ανατολικά έως τη Βλύχα στα δυτικά. Κατέλαβε προνομιακά τον παράκτιο χώρο αποκλείοντας το εσωτερικό της πεδιάδας και την οικιστική ζώνη από τη θάλασσα. Ταυτόχρονα συνοδεύτηκε με ανάπτυξη βαρέων λιμενικών δραστηριοτήτων ναυπήγησης, διάλυσης πλοίων και λιμενικών φορτοεκφορτώσεων.

Το πρώτο εργοστάσιο της πόλης ήταν ένα σαπωνοποιείο, των αδελφών Χαριλάου, το μετέπειτα «Ελαιουργείο», το οποίο κατασκευάστηκε το 1875 στο δυτικό τμήμα της ακτής, δίπλα στις αρχαιότητες. Η παραγωγή του «Ελαιουργείου» στην πρώτη φάση ανερχόταν σε 500.000 οκάδες σάπωνα εκ των οποίων εξάγονταν οι 125.000 οκάδες σε χώρες της Μεσογείου. Το εργοστάσιο μετονομάστηκε σε «Ε. Χαρίλαος- Ν. Κανελλόπουλος». Το 1939 λειτουργούσε ως «Χαρίλαος και Κανελλόπουλος Α.Ε» και παρήγαγε λινέλαια, βαμβακέλαια, κοκοφοινικέλαια, σπορέλαια ραφινέ, πίτες για ζωοτροφές και κοινούς πράσινους σάπωνες μεταξύ των οποίων ο «Σάπων Ελευσίνας» τύπου Μασσαλίας. Το «Ελαιουργείο» διέκοψε τη λειτουργία του περί το τέλος της δεκαετίας του 1960.

Στην περιοχή ήρθε να προστεθεί το 1900 μία οινοπνευματοβιομηχανία, η «Οινοποιητική-Οινοπνευματική Εταιρεία Χαρίλαος και Σία», η οποία το 1906 μετονομάστηκε σε «Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων», γνωστή και ως οινοβιομηχανία «Βότρυς». Η εταιρεία εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες του κλάδου. Βασίστηκε στη σταφίδα και στα πλεονάσματά της ως πρώτη ύλη και δημιούργησε εργοστάσια εκτός της Ελευσίνας στην Αθήνα (Περιστέρι), στον Πειραιά, την Καλαμάτα, την Πάτρα, τον Πύργο και τη Θεσσαλονίκη. Η εταιρεία παρήγαγε φωτιστικό οινόπνευμα, οίνους, αποστάγματα, βερμούτ, κονιάκ και διθειούχο άνθρακα. Το εργοστάσιο διέκοψε τη λειτουργία του ως οινοπνευματοποιείο περί το 1974. Στο συγκρότημα αυτό υπάρχει πρόταση από την Αρχαιολογική Υπηρεσία να στεγαστεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελευσίνας.

Το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής οπλισμένου σκυροδέματος (μπετον- αρμέ), ενός οικοδομικού υλικού το οποίο μόλις είχε εισαχθεί στη χώρα, ήταν η τσιμεντοβιομηχανία «Τιτάν», που κατασκευάστηκε το 1902 έως το 1910. Στην περίπτωση του «Τιτάνα», η προσφορά προηγήθηκε της ζήτησης, καθώς εισήχθη στον ελληνικό κατασκευαστικό κλάδο ένα νέο υλικό και μία νέα τεχνική, η οποία προωθήθηκε παράλληλα με έργα που ανέλαβε ένας εκ των συνιδρυτών, ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου. «Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που αποκομίσαμε από την έρευνά μας ήταν ότι το μπετόν-αρμέ αντιμετωπιζόταν τα πρώτα χρόνια που εισήχθη στην Ελλάδα ως εξαιρετικό υλικό και πεδίο πειραματισμών στην Ελευσίνα, πριν εξελιχθεί στο υλικό με το οποίο χτίστηκε όλη η Ελλάδα», εξηγεί ο κ. Μπελαβίλας.

Στο δυτικό τμήμα της έκτασης του εργοστασίου κατασκευάστηκε περί το 1930 ένας από τους πρώτους εργατικούς βιομηχανικούς οικισμούς της χώρας, τα «Οικήματα Τιτάν». Η αλματώδης ανάπτυξη προέκυψε από το 1936, όταν η εταιρεία ανέλαβε την παραγωγή για την κατασκευή των μεγάλων προπολεμικών αμυντικών έργων, μεταξύ των οποίων και του Οχυρού Ρούπελ της Μακεδονίας. Το εργοστάσιο της «Τιτάν» στην Ελευσίνα συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα με παραγωγή λευκού τσιμέντου, ενώ το κυρίως εργοστάσιο έχει μεταφερθεί στο Καμάρι. Στο λαβυρινθώδες σύμπλεγμα κτιρίων, δικτύων και μηχανών που σώζεται σήμερα, απεικονίζεται ολόκληρη η πορεία των 110 χρόνων λειτουργίας του.

Το 1925 ο Μενέλαος Σακελλαρίου ίδρυσε στην ανατολική άκρη της ακτής της πόλης το εργοστάσιο βερνικοχρωμάτων με την επωνυμία «Χημικόν εργοστάσιον χρωμάτων και βερνικιών ΙΡΙΣ Ε.Ε. Μενέλαος Σακελλαρίου και Σία» χρησιμοποιώντας ως βασική πρώτη ύλη το ρετσίνι των πεύκων από τις ρητινοπαραγωγικές δασικές περιοχές της περιφέρειας του Θριασίου. Το 1939 παρήγαγε ελαιοχρώματα, βερνίκια, ντούκο, γαιώδη χρώματα, υφαλοχρώματα, βερνίκια πατωμάτων και τυπογραφικά μελάνια. Η περίοδος της ακμής του «Ίρις» διήρκεσε ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταφέρθηκε περί το 1962 σε νέες εγκαταστάσεις στη Μαγούλα και διέκοψε τη λειτουργία του στο τέλος της δεκαετίας του 1970. «Το εργοστάσιο Ίρις μας αποκάλυψε ένα καλά κρυμμένο μυστικό του. ‘Ανθισε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με το Γερμανικό στρατό κατοχής, την περίοδο 1941-1944, οπότε έδωσε μεγάλες παραγγελίες, την ίδια εποχή που τα υπόλοιπα εργοστάσια παρήκμαζαν», υπογραμμίζει ο Νίκος Μπελαβίλας.

Στο ανατολικό άκρο του αστικού θαλασσίου μετώπου της Ελευσίνας, άρχισε να κατασκευάζεται το 1923 από την «Ανώνυμο Εταιρεία Οινοπνευματοποιίας» η οινοπνευματοποιία «Κρόνος» που λειτούργησε το 1926. Η εγκατάσταση θεωρήθηκε ιδιαίτερα πρωτοποριακή για την εποχή της, καθώς κατασκευάστηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από οπλισμένο σκυρόδεμα σε σχέδια του φυσικού, καθηγητή του ΕΜΠ, Παύλου Σαντορίνη. Το εργοστάσιο παρήγαγε οίνους, προϊόντα οινοπνεύματος, μελάσσα και δεψικά εκχυλίσματα για τη βυρσοδεψία. Ορισμένα από τα κτίρια και τις εγκαταστάσεις της μονάδας αποτελούν εξαίρετα δείγματα της μεσοπολεμικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και το συγκρότημα διασώζει ακέραια την εικόνα του βιομηχανικού τοπίου της μεσοπολεμικής φάσης λειτουργίας του. Λειτούργησε ως χώρος εκθέσεων τέχνης και παραστάσεων αρχαίου δράματος έως το 2005 και σήμερα παραμένει κλειστό.

Στην Ελευσίνα ενεπλάκη άμεσα σχεδόν όλη η ομάδα των μηχανικών-βιομηχάνων του «Κύκλου της Ζυρίχης» -όπως εκ των υστέρων πέρασε στην ιστορία της βιομηχανίας και των μηχανικών καθώς οι περισσότεροι εξ’ αυτών, παιδιά εμπορικών, εφοπλιστικών και βιομηχανικών οικογενειών, είχαν φοιτήσει στο εκεί Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο τη δεκαετία του 1880-, εισάγοντας τη βαριά χημική βιομηχανία και καθορίζοντας με την κατασκευή των εργοστασίων το μέλλον της πόλης. Ήταν οι χημικοί Νικόλαος Κανελλόπουλος, Λεόντιος Οικονομίδης, Επαμεινώνδας Χαρίλαος, Ανδρέας Χατζηκυριάκος και ο πολιτικός μηχανικός Αλέξανδρος Ζαχαρίου. Λίγο αργότερα προστέθηκαν ο χημικός Μενέλαος Σακελλαρίου και ο φυσικός Παύλος Σαντορίνης.

Στην Ελευσίνα και το Θριάσιο πεδίο, το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης του τελευταίου τέταρτου του 20ού αιώνα δεν έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, όπως συνέβη σε άλλες βιομηχανικές περιοχές της χώρας. Από τις μεγάλες ιστορικές βιομηχανικές μονάδες, έκλεισαν λίγες, κυρίως όσες βρίσκονταν εντός του αστικού ιστού, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό του υπόλοιπου, κυρίως μεταπολεμικού, βιομηχανικού δυναμικού παραμένει ενεργό. Έτσι, στην περιοχή δεν παρατηρούνται εκτεταμένοι βιομηχανικοί ερειπιώνες.

Διασώζονται, όμως, προς το παρόν λίγα εξαιρετικά ενδιαφέροντα, ακέραια ανενεργά βιομηχανικά μνημεία της πρώτης περιόδου ανάπτυξης της βιομηχανίας στην περιοχή.

Ελπίδα και ευχή των ερευνητών αποτελεί τώρα η αξιοποίηση των μονάδων αυτών. «Η επανάχρηση είναι αναγκαία για αναψυχή, πολιτισμό ή μικρές εμπορικές χρήσεις», παρατηρεί ο κ. Μπελαβίλας.

Το εργοστάσιο «Κρόνος» θεωρείται ως το πλέον αξιόλογο βιομηχανικό μνημείο της περιοχής και διασώζεται ακέραιο ως προς το κτιριακό του δυναμικό αλλά όχι ως προς τον μηχανολογικό του εξοπλισμό. Τα κατάλοιπα των άλλων δύο γειτονικών μονάδων«Ίρις» και «Ελαιουργική» είναι εν δυνάμει αξιοποιήσιμα σε συνδυασμό με τον «Κρόνο» ή αυτόνομα. Οι μονάδες «Βότρυς» και «Ελαιουργείο» σώζονται επίσης σχεδόν ακέραιες. Στα δύο εργοστάσια «Κρόνος» και «Ελαιουργείο», έχει αποδειχθεί η δυνατότητα άμεσης επανάχρησής τους, μέσω των πολιτιστικών εκδηλώσεων των «Αισχυλείων». Η ατυχής έως σήμερα -αλλά ευτυχής σε προοπτική- γειτνίαση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ελευσίνας με τον πυρήνα των δύο εργοστασίων «Βότρυς» και «Ελαιουργείο» δημιουργεί νέες συνθήκες δημιουργίας ενός ισχυρού πόλου πολιτισμού, μουσείων και αναψυχής στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης σε συνδυασμό με τον αρχαιολογικό χώρο.

Η παρουσίαση των ευρημάτων της έρευνας θα γίνει αύριο, στις 5 μ.μ., στο Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, στην Πλάκα.

Θα ακολουθήσει προβολή ταινίας από τη σειρά «Αμήχανη βιομηχανία», σε σκηνοθεσία του Βασίλη Λουλέ, ενώ την επομένη η παρουσίαση θα ολοκληρωθεί με ξενάγηση στα αρχαία και βιομηχανικά μνημεία της Ελευσίνας, από την αρχαιολόγο Καλλιόπη Παπαγγελή και τους συντελεστές της έρευνας.

Δείτε επίσης