Ο θηλασμός και τα οφέλη του

Για τη μεγάλη προσφορά του μητρικού γάλακτος τόσο από βιολογικής όσο και από ψυχολογικής απόψεως κάνει λόγο ο κ. Γεώργιος Λιόσης, διευθυντής του Νεογνολογικού Τμήματος του νοσοκομείου «Ελενα Βενιζέλου» και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Θηλασμού. Σημειώνει ότι διαφορετικές μελέτες έχουν δείξει τα πολλαπλά οφέλη του θηλασμού τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί.

«Σε ό,τι αφορά τα βιολογικά οφέλη, ο θηλασμός αποτελεί τη μεγαλύτερη “ασπίδα” ενάντια στις παιδικές λοιμώξεις. Ειδικά το πρωτόγαλα είναι πολύτιμο, γεμάτο θρεπτικά συστατικά που ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα του νεογνού. Είναι σημαντικό για τις μητέρες να γνωρίζουν ότι η άμυνα κατά των λοιμώξεων είναι “δοσοεξαρτώμενη”, όσο περισσότερο δηλαδή θηλάζουν τόσο περισσότερο “θωρακίζουν” το παιδί τους». Σύμφωνα με τον ειδικό, ο θηλασμός μπορεί να αποτελέσει το καλύτερο «φάρμακο», ιδιαίτερα στα πρόωρα βρέφη, στα οποία καταγράφεται μεγάλος αριθμός θανάτων εξαιτίας λοιμώξεων. «Ο θηλασμός συνεχίζει εκτός της μήτρας το έργο του πλακούντα και δημιουργεί μια γέφυρα βιολογική αλλά και ψυχολογική μεταξύ μάνας και παιδιού».

Τα οφέλη όμως σύμφωνα με τον κ. Λιόση δεν έχουν τελειωμό: «Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που θηλάζουν έχουν υψηλότερο IQ κατά 4-5 μονάδες σε σύγκριση με όσα δεν θηλάζουν. Παράλληλα εμφανίζουν καλύτερη ανάπτυξη της φυσιολογικής μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου, που αποτελεί, όπως δείχνουν όλα τα τελευταία ερευνητικά στοιχεία, “δείκτη” μακροπρόθεσμης υγείας του οργανισμού, ενώ αντιμετωπίζουν και μικρότερες πιθανότητες παιδικών καρκίνων του αιματολογικού συστήματος». Και βέβαια εκτός από τη σωματική υγεία ο θηλασμός προάγει και την ψυχική υγεία τόσο του παιδιού όσο και της μητέρας του. «Δημιουργεί δυνατούς δεσμούς που κάνουν το παιδί να νιώθει ασφαλές, ενώ σώζει και τις μητέρες από την επιλόχεια κατάθλιψη».

Πρέπει όμως να μπει ένα όριο στον χρόνο προσφοράς αυτού του ανεκτίμητου «δώρου»; ρωτήσαμε τον ειδικό. Εκείνος απάντησε πως παρ’ ότι το παράδειγμα που παρουσίασε το περιοδικό «Τime» είναι ακραίο – και πιθανώς φέρνει αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο της προαγωγής του μητρικού θηλασμού που πρέπει να είναι το μέλημα όλων – δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι ο συνεχιζόμενος θηλασμός προκαλεί εξάρτηση του παιδιού από τη μάνα. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Λιόση, σε μια χώρα όπως η δική μας, όπου τα ποσοστά μητρικού θηλασμού είναι πολύ χαμηλά – «πολλές γυναίκες, όπως οι γυναίκες καριέρας, αποφασίζουν να μη θηλάσουν χωρίς να συντρέχει ιατρικός λόγος, επειδή θεωρούν τον θηλασμό άβολο, επειδή πιστεύουν ότι τους στερεί χρόνο ή ότι “χαλάει” το στήθος τους» -, πρέπει να ασχοληθούμε κυρίως με το να πειστούν οι μητέρες να θηλάζουν τα παιδιά τους.

 Βολικός και «οικονομικός»

Στις ίδιες γραμμές κινείται και η άποψη της κυρίας Μαρίας-Αδαμαντίας Μαλλιαρού, παιδιάτρου, διευθύντριας ΕΣΥ στην Α’ Παιδιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στο νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» και μέλους της Εθνικής Επιτροπής Θηλασμού. «Η παράταση του θηλασμού δεν πρέπει να μετατρέπεται σε “κατηγορώ” για τη μητέρα. Το μητρικό γάλα είναι ανεκτίμητο, και στην Ελλάδα, όπου πολλές γυναίκες αποφασίζουν να μη θηλάσουν, πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στην προαγωγή του θηλασμού». Η κυρία Μαλλιαρού αναφέρει ότι ακόμη και μητέρες με υιοθετημένα παιδιά έχουν καταφέρει να θηλάσουν, προκειμένου να μην τους στερήσουν τον «θησαυρό» που ονομάζεται μητρικό γάλα. «Αυτό είναι το κύριο μήνυμα που πρέπει να δοθεί στις γυναίκες» υπογραμμίζει η ειδικός και προσθέτει ότι δεν πρέπει να ξεχνούμε, ειδικά σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που διανύουμε, ότι ο θηλασμός αποτελεί μια άκρως οικονομική πρακτική για την οικογένεια. «Είναι βολικός, καθώς η μητέρα μπορεί άνετα να δίνει γάλα στο παιδί της χωρίς να απαιτείται αποστείρωση, ενώ παράλληλα σώζει την κάθε οικογένεια από πολλά χρήματα». Υπολογίζεται ότι η αποφυγή του θηλασμού κατά τους πρώτους έξι μήνες ζωής του παιδιού κοστίζει στον οικογενειακό προϋπολογισμό 5.000-8.000 ευρώ, όχι μόνο από την αγορά ξένου γάλακτος αλλά και λόγω της νοσηρότητας (γαστρεντερίτιδα, οξεία μέση ωτίτιδα, άσθμα κ.ά.) με την οποία συνδέεται το γάλα αγελάδας.

 Μέτρον άριστον

Σε ό,τι αφορά τους ειδικούς που ασχολούνται με την ψυχική υγεία, μιλώντας στο «Βήμα» αναφέρουν πως στην πτυχή της σχέσης μητέρας – παιδιού που αφορά τον θηλασμό πρέπει να υπάρχει μέτρο. Οπως τονίζει η κυρία Εφη Λάγιου-Λιγνού, ψυχοθεραπεύτρια παιδιών και εφήβων, υπεύθυνη του Προγράμματος Πρώιμης Παρέμβασης στην Παιδοψυχιατρική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», «η ακραία συνθήκη του θηλασμού ενός παιδιού που είναι σε ηλικία να τραφεί μόνο του δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση τη βιοψυχοκοινωνική αξία του θηλασμού. Η λαϊκή παροιμία “κάθε πράγμα στον καιρό του…” ισχύει και εδώ. Η μητέρα, δίνοντας το γάλα της στο νεογέννητο μωρό της, του δίνει μαζί και τη σκέψη της για αυτό: και τα δύο είναι απαραίτητα για τη σωματική και ψυχονοητική του ανάπτυξη. Το βρέφος ανταποκρινόμενο σε αυτό το “δώρο” της μητέρας του επιστρέφει με τον τρόπο του την ικανοποίηση που αυτή του πρωτοέδωσε, βάζοντας σε κίνηση αυτό το απαραίτητο συναισθηματικό δώσε-πάρε. Ομως “παν μέτρον άριστον”». Η ειδικός λέει ότι καθώς το παιδί μεγαλώνει διαφοροποιούνται οι ανάγκες του. «Ανταποκρίνομαι στις ανάγκες του παιδιού δεν σημαίνει πως κάνω ό,τι μου ζητήσει. Ο θηλασμός-πιπίλα δεν προσφέρει την ασφάλεια των ξεκάθαρων ορίων στο χάος της ψυχικής ανωριμότητας του παιδιού. Η μητέρα δεν εξυπηρετεί τις αναπτυξιακές ανάγκες του παιδιού της με το να τροφοδοτεί (για τους δικούς της λόγους) μια εικόνα του εαυτού της “πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα”. Με τον παρατεταμένο θηλασμό δεν του προσφέρει πλαίσιο για να αναπτυχθεί και δεν προετοιμάζει το παιδί της να είναι ανθεκτικό στις ματαιώσεις, στις απογοητεύσεις και στις αντιξοότητες της ζωής».

Η ψυχολογία της μητέρας

Τα άκρα ποτέ δεν είναι καλά, τονίζει από την πλευρά της και η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια κυρία Κατερίνα Παπανικολάου. Οπως λέει, από τη μια πλευρά υπάρχουν οι μητέρες που έχουν αρνητική στάση απέναντι στον θηλασμό και μπορεί να έχουν αποφασίσει, πριν ακόμη από τον ερχομό του βρέφους, να μη θηλάσουν. «Αν και μια τέτοια στάση μπορεί να υπαγορεύεται από διάφορους συνειδητούς λόγους, όπως ο φόβος της γυναίκας να μη χαλάσει το σώμα της, συχνά η άρνηση αυτή έχει να κάνει με βαθύτερα αίτια, ίσως δυσκολίες στη σχέση της γυναίκας με τη δική της μητέρα όταν ήταν αυτή το βρέφος, ή ακόμη και δυσκολία αποδοχής του θηλυκού της εαυτού». Από την άλλη πλευρά και η υπερβολική εμμονή ως προς την παράταση του θηλασμού ίσως επίσης κρύβει «σκοτεινά σημεία». «Μπορεί να ξεπερνά την πραγματική πρόθεση της μητέρας για προσφορά φροντίδας προς το νήπιο και να υπαγορεύεται από μια ασυνείδητη επιθυμία που αφορά κάλυψη της ανάγκης της ίδιας της μητέρας για μια στενή – συμβιωτική σχέση με το παιδί». Κατά την κυρία Παπανικολάου από το τρίτο έτος της ζωής του παιδιού, και εφόσον έχει υπάρξει επαρκής κάλυψη των αναγκών του για ασφάλεια, η βασική ανάγκη του είναι η αυτονομία. «Η παράταση της προσκόλλησης ίσως καλύπτει ανάγκες της ίδιας της μητέρας για ασφάλεια και επαφή, ανάγκες που δεν έχουν επαρκώς καλυφθεί. Ο αποθηλασμός είναι ένας αποχωρισμός τόσο για το βρέφος όσο και για τη μητέρα. Η μητέρα θα στηρίξει το μωρό της σε αυτή τη διαδικασία, αλλά ίσως χρειαστεί να πάρει και αυτή στήριξη από κάποιον άλλον».

 Απαραίτητη η αυτονόμηση

Μεγάλη προσοχή στην τήρηση των λεπτών ισορροπιών ώστε οι μητέρες να μεγαλώνουν γερά (ψυχικά και σωματικά) παιδιά συστήνει και ο κ. Δημήτρης Καραγιάννης, παιδοψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής οικογένειας, διευθυντής του Θεραπευτικού Ινστιτούτου «Αντίστιξη». «Ο θηλασμός αποτελεί μια πολύτιμη μετάβαση από την ενδομήτρια ζωή στη νέα πραγματικότητα. Η μητέρα, εκτός από την πολύτιμη τροφή με τα θρεπτικά συστατικά, προσφέρει το καλωσόρισμα στη ζωή με τη θερμή αγκαλιά της που εκφράζει την αγάπη της. Η άρνηση του θηλασμού για αισθητικούς λόγους ή λόγω έλλειψης χρόνου αποτελεί άρνηση της ίδιας της μητρότητας. Την ίδια στιγμή όμως η φανατική εμμονή στον θηλασμό λειτουργεί εις βάρος της συναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού και δημιουργεί καθηλώσεις επικίνδυνες για την προσωπικότητά του στη συνέχεια της ζωής του. Η προσφορά του μητρικού στήθους σε οποιαδήποτε δυσφορία του παιδιού το εκπαιδεύει στη συνέχεια της ζωής του να αναζητεί στην τροφή την αδιαφοροποίητη ικανοποίηση (καθήλωση στο στοματικό στάδιο εξέλιξης)».
Ο κ. Καραγιάννης σημειώνει ότι καθημερινά στην κλινική εμπειρία καταγράφονται επώδυνα περιστατικά ανάπτυξης φοβιών, αγχωδών αντιδράσεων, ακόμη και βαρύτερων ψυχικών διαταραχών που σχετίζονται με την αδιαφοροποίητη συγκυτιακή σχέση μητέρας – παιδιού. «Η αποκλειστικότητα της σχέσης μητέρας – βρέφους δεν μπορεί να διαρκεί αιώνια, γιατί τότε δεν αφορά τη φροντίδα του παιδιού αλλά την κάλυψη άλλων συναισθηματικών αναγκών της μητέρας, η οποία απομυζεί το παιδί της, απομακρύνοντας ή περιθωριοποιώντας τον πατέρα. Συνεπώς εδώ έχουμε μια αντιστροφή της κατανόησης του οιδιποδείου συμπλέγματος σε ιοκάστειο σύμπλεγμα, όπου η μητέρα καθηλώνεται στο παιδί της και επομένως εμποδίζει την αυτονόμησή του».
Πηγή: TO BHMA

Δείτε επίσης