Παθητικό κάπνισμα: H επιστήμη υπηρέτης της καπνοβιομηχανίας

Υποτίθεται ότι οι μελέτες διεξάγονται για να αποκαλυφθεί η επιστημονική αλήθεια.  Αλλά οι επιστήμονες δεν είναι εύκολο να αγνοήσουν το προσωπικό τους όφελος. Πολύ συχνά, έχουν στενούς οικονομικούς δεσμούς με εταιρείες που τους προσλαμβάνουν ως επιστημονικούς συμβούλους ή χρηματοδοτούν τις μελέτες τους, κι αυτό φαίνεται πως επηρεάζει σοβαρά το αποτέλεσμα των ερευνών τους.  Η κατάσταση αυτή ονομάζεται σύγκρουση συμφέροντος (conflict of interest).

Όταν υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος, οι μελέτες ενδέχεται να διεξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοείται ο σπόνσορας. Αυτό είναι εφικτό γιατί το βασικό εργαλείο των επιστημονικών ερευνών είναι η στατιστική, που όταν “βασανίσει” αρκετά τα δεδομένα, στο τέλος “ομολογούν”. Αν όχι, η μελέτη μπορεί να μείνει αδημοσίευτη. Ο σπόνσορας θέτει ασφυκτικούς όρους συμβολαίων απαγορεύοντας στους ερευνητές να δημοσιεύσουν τα συμπεράσματα χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια τρέλα στις ειδήσεις γύρω από τη διατροφή και την υγεία. Τη μια εβδομάδα ανακοινώνεται το ένα συμπέρασμα και την επόμενη το αντίθετό του. Τι προκαλεί το χάος; Για να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει, πρέπει «να παρακολουθήσει την κατεύθυνση του χρήματος»: Ποιός χρηματοδοτεί τη μελέτη και ποιοί πληρώνονται. Το ποιος είναι ο χρηματοδότης μιας επιστημονικής μελέτης φαίνεται πως έχει μεγαλύτερη σημασία από τα συμπεράσματά της ίδιας της μελέτης.

Η περίπτωση της καπνοβιομηχανίας

Ο ρόλος του χρηματοδότη έχει φανεί ξεκάθαρα στην περίπτωση της καπνοβιομηχανίας. Το 1998, μια έρευνα βρήκε ότι από τις 106 μελέτες που είχαν δημοσιευτεί τα προηγούμενα 13  χρόνια για το παθητικό κάπνισμα, το 63% κατέληγε ότι ήταν επιβλαβές. Οι υπόλοιπες μελέτες που με τον ένα ή άλλο τρόπο αθώωναν το παθητικό κάπνισμα είχαν χρηματοδοτηθεί από την καπνοβιομηχανία. Η προσπάθεια της καπνοβιομηχανίας να πείσει το ευρύ κοινό ότι το παθητικό κάπνισμα έχει αμελητέα επίπτωση στην υγεία, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δείχνει τι μπορεί να συμβαίνει σ’ άλλους κλάδους και ιδιαίτερα αυτούς που αφορούν τη διατροφή και την υγεία.

Το 2003, μια μελέτη του αμερικανικού Οργανισμού Περιβαλλοντολογικής Προστασίας (EPA, Environmental Protection Agency), κατέληξε ότι το παθητικό κάπνισμα αποτελεί δημόσιο κίνδυνο σκοτώνοντας 53.000 μη καπνιστές το χρόνο. Αυτό ήταν ένα καινούργιο δεδομένο που έδινε το δικαίωμα στο αμερικανικό κράτος να πάρει μέτρα για την προστασία της υγείας των πολιτών του. Ο όρος παθητικό κάπνισμα είχε εμφανιστεί το 1974 στο επιστημονικό περιοδικό Lancet και τρία χρόνια αργότερα μια συμβουλευτική εταιρεία διαμήνυσε στο Ινστιτούτο Καπνού  (Tobacco Institute) που προωθούσε τα συμφέροντα της καπνοβιομηχανίας, ότι επρόκειτο για μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη. Το αντίδοτο ήταν «…η ανάπτυξη και η ευρέως κοινοποίηση μιας ευδιάκριτης, αξιόπιστης επιστημονικής απόδειξης ότι το παθητικό κάπνισμα δεν είναι επιβλαβές για την υγεία του μη καπνιστή».

Η μελέτη του ΕPA συζητήθηκε στις εφημερίδες και την τηλεόραση αλλά δέχθηκε επιθέσεις. Μεταξύ των επικριτών ήταν και ο καναδός φιλόσοφος Τζων Λιούκ (John Luik) που έγραψε ότι επρόκειτο για το αποτέλεσμα μιας πολιτικά διεφθαρμένης επιστήμης. Κατά τον Λιούκ, πρώτα είχαν γραφτεί τα συμπεράσματα και ύστερα καταλογίστηκαν οι μελέτες χωρίς να αναφερθούν οι αντίθετες απόψεις. Άλλοι είπαν ότι ακόμα κι αν το παθητικό κάπνισμα είναι παράγοντας κινδύνου για την υγεία, στη δημοκρατία υπάρχει η ελευθερία της βούλησης, ένα ακλόνητο επιχείρημα δεκαετιών. Κάθε χρόνο σκοτώνονται δεκάδες ποδηλάτες αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να κηρυχθεί εκτός νόμου το ποδήλατο. Βέβαια, ορισμένες ουσίες όπως η μαριχουάνα, η κοκαΐνη και η ηρωίνη απαγορεύονται, αλλά αυτές προκαλούν εθισμό που νοθεύει την ελεύθερη βούληση.

Ωστόσο και για το κάπνισμα υπήρχαν αναφορές ότι είναι εθιστικό. «Η νικοτίνη είναι η φαρμακευτική ουσία στον καπνό που προκαλεί εθισμό», έλεγε μια αναφορά του Επιτελάρχη Υγείας (Surgeon General) στις ΗΠΑ. Η νικοτίνη προκαλεί την απελευθέρωση της ντοπαμίνης, μιας ουσίας που προκαλεί ευχαρίστηση και οι καπνιστές χρειάζονται τουλάχιστον έξι μήνες για να απεξαρτηθούν.

Η μελέτη του ΕPA για το παθητικό κάπνισμα ενεργοποίησε το γερουσιαστή Χένρι Γουάξμαν (Henry Waxman) που εισηγήθηκε ένα νομοσχέδιο για να απαγορευτεί το κάπνισμα στα δημόσια κτίρια. Σύμφωνα με τη διαδικασία θα γίνονταν ακροάσεις και κλήθηκαν οι διευθύνοντες σύμβουλοι επτά καπνοβιομηχανιών. Ο Γουάξμαν τους ρώτησε αν πίστευαν ότι το κάπνισμα ήταν εθιστικό. «Πιστεύω ότι η νικοτίνη δεν είναι εθιστική», ήταν η απάντηση του Τόμας Σάντεφουρ, (Thomas Sandefur) διευθύνοντος συμβούλου της καπνοβιομηχανίας Brown & Williamson (B&W) όπως και των συναδέλφων του. Σε ερώτηση αν η εταιρεία του είχε κάνει σχετικές έρευνες, ο Σάντεφουρ είπε ότι θα κοιτάξει τα εσωτερικά έγγραφα.

Τη σκηνή αυτή είδε στην τηλεόραση ο Μέρρελ Γουίλλιαμς (Merrell Williams), που κάποτε είχε αρχειοθετήσει τα απόρρητα έγγραφα της B&W και φωτοτύπησε κρυφά χιλιάδες σελίδες. Βλέποντας στην τηλεόραση τους διευθύνοντες συμβούλους των καπνοβιομηχανιών να υψώνουν το δεξί τους χέρι και να ορκίζονται πως δεν πίστευαν ότι το τσιγάρο είναι εθιστικό, αντελήφθη ότι είχε μια ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το υλικό που κρατούσε στα χέρια του. Ένα έγγραφο που υπογραφόταν από το γενικό σύμβουλο της B&W πριν 30 χρόνια, ανέφερε: «Η νικοτίνη είναι εθιστική. Συνεπώς, η δουλειά μας είναι να πουλάμε νικοτίνη, μια εθιστική ουσία».

Το περιεχόμενο των εγγράφων εξερράγη σαν βόμβα την άνοιξη του 2004 κι ένας χείμαρρος αγωγών κατέκλυσε τα δικαστήρια φέρνοντας εκατομμύρια σελίδες εγγράφων στο φως. Η πιο ενδιαφέρουσα αποκάλυψη ήταν ότι η καπνοβιομηχανία είχε στήσει ένα επιστημονικό δίκτυο για να υποβαθμίζει τις συνέπειες του παθητικού καπνίσματος στα μάτια του κοινού. Είχε επιτύχει μέσα σε δύο χρόνια 1.150 ευνοικές συνεντεύξεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, 36 παρουσιάσεις σε επιστημονικά συνέδρια, 43 δημοσιεύσεις επιστημονικών άρθρων και την κυκλοφορία τριών βιβλίων που μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες. Μια επιστολή οκτώ παραγράφων που αμφισβήτησε τις επιπτώσεις του παθητικού καπνίσματος είχε πληρωθεί 10.000 δολλάρια. Ο Λιούκ, που υποτίθεται ότι είχε διατυπώσει μια ανεξάρτητη γνώμη, είχε συστηματική επικοινωνία με στελέχη της καπνοβιομηχανίας για το περιεχόμενο του κειμένου του. Η καπνοβιομηχανία είχε για κάποιο διάστημα στο μισθολόγιό της ακόμα και έναν επιμελητή του έγκυρου κατά τα άλλα επιστημονικού περιοδικού Lancet.

Payroll για σεβαστούς επιστήμονες

Ενδιαφέρον είχε η περίπτωση του Ράγκναρ Ριλάντερ (Ragnar Rylander), ενός σεβαστού καθηγητή περιβαλλοντολογικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμπουργκ (Gothengurg). Ο Ριλάντερ και οι συνεργάτες του είχαν δημοσιεύσει το 1999 ένα αθωωτικό άρθρο για το παθητικό κάπνισμα αναφέροντας ότι χρηματοδοτήθηκαν από το Κέντρο Έρευνας του Αέρα Κλειστών Χώρων (CIAR, Center for Indoor Air Research) και ότι κανένα μέρος της έρευνας δεν έχει χρηματοδοτηθεί από πηγές που μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφέροντος. Αλλά δημιουργήθηκαν ερωτηματικά για το αν είχε επιδειχθεί πλήρης διαφάνεια.

Τα έγγραφα στα αμερικανικά δικαστήρια αποκάλυπταν ότι ο Ριλάντερ είχε εκτεταμένες σχέσεις με τη Philip Morris κι ότι ο μοναδικός χρηματοδότης του CIAR δεν ήταν άλλος από τη καπνοβιομηχανία. O Ριλάντερ πληρωνόταν 60.000 δολάρια το χρόνο για έρευνες σχετικά με το παθητικό κάπνισμα και άλλα 90.000 δολάρια για συμβουλευτικές υπηρεσίες. «Πληρώνεται αυτό το ποσό ανεξάρτητα από τι του ζητάμε εμείς να κάνει», αναφερόταν σ’ ένα έγγραφο. Δύο μέλη του Πανεπιστημίου της Γενεύης  αναφέρθηκαν λεπτομερώς στη σχέση της καπνοβιομηχανίας με τον Ριλάντερ και το θέμα έφτασε στα δικαστήρια. Τελικά, ο δικαστής δέχτηκε ότι ο Ριλάντερ ήταν μυστικά μισθοδοτούμενος από τη Philip Morris και ότι «…δεν δίστασε να εξαπατήσει το κοινό για να ευνοήσει την καπνοβιομηχανία η οποία τον πλήρωνε».

Μια άλλη περίπτωση ήρθε στο φως στη Βρετανία και αφορούσε τον Ρότζερ Σκρούτον, (Roger Scruton) πρώην καθηγητή αισθητικής στο Κολλέγιο Μπίρκμπεκ Birkbeck College και γνωστό συγγραφέα. Ο Σκρούτον κατηγορούσε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι σπαταλούσε τα λεφτά του σε αντικαπνιστικές εκστρατείες ενώ έπρεπε να τα ξοδεύει κατά της ελονοσίας και του Aids. Η άποψή του αναπαρήχθη στη Wall Street Journal και σε άλλες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Αλλά το 2002, διέρρευσε ένα e-mail που αποκάλυπτε ότι ο Σκρούτον ήταν μισθοδοτούμενος της Japan Tobacco Industries. Πληρωνόταν 4.500 βρετανικές λίρες το μήνα και ζητούσε άλλες 1.000 λίρες διότι ως αρθρογράφος των Financial Times μπορούσε να τοποθετεί στον διεθνή τύπο ευνοϊκά άρθρα για την καπνοβιομηχανία. Το επιπλέον ποσό, «…άξιζε για μια δουλειά που κατά μέγα μέρος διεξάγεται από ανέντιμους δικηγορίσκους και καρχαρίες».

Αγοράζοντας ερευνητές, δικηγόρους και διαφημιστές, η καπνοβιομηχανία κατάφερε να εμφανίζει μια επιστημονική διχογνωμία γύρω από τις συνέπειες του παθητικού καπνίσματος, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Ο σκοπός ήταν να καλλιεργηθούν αμφιβολίες στο κοινό. «Η αμφιβολία είναι το προϊόν μας, καθώς είναι το καλύτερο μέσο ανταγωνισμού με το “σώμα των δεδομένων” που υφίσταται στο μυαλό του γενικού κοινού» ανέφερε ένα έγγραφο της καπνοβιομηχανίας το 1969.

Η άλλη τακτική ήταν να θεωρείται κίνδυνος η ίδια η ζωή και το παθητικό κάπνισμα από τους μικρότερους. Όταν το 1996, η Phillip Morris διεξήγαγε μια καμπάνια με διαφημιστικές καταχωρήσεις στην Ευρώπη προκειμένου να υπερασπιστεί το παθητικό κάπνισμα, έγραφε ότι η κατανάλωση γάλακτος ήταν τρεις φορές πιο επικίνδυνη από το παθητικό κάπνισμα.Στις συνεντεύξεις τύπου, οι ερευνητές που χρησιμοποιούσε η Phillip Morris , έλεγαν ότι η ζωή απειλείται περισσότερο από τις αεροπορικές πτήσεις ή τα κατοικίδια ζώα παρά από το παθητικό κάπνισμα. Ο σκοπός ήταν να μην κινητοποιηθούν όσοι υφίστανται το παθητικό κάπνισμα πιστεύοντας ότι ο κίνδυνος για την υγεία τους ήταν ελάχιστος και ανάξιος λόγου. Κι’ αυτό γιατί μόνο οι παθητικοί καπνιστές μπορούσαν να κάνουν αγωγές στις καπνοβιομηχανίες και να ζητήσουν αποζημιώσεις, όπως και έγινε αργότερα. Οι καπνοβιομηχανίες είχαν εξασφαλιστεί έναντι των ενεργών καπνιστών διότι τα τσιγάρα που αγόραζαν έγραφαν επάνω στο πακέτο ότι “το  κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία” και άρα κάπνιζαν εν γνώσει του κινδύνου που αναλάμβαναν, κάτι που τους αφαιρούσε το δικαίωμα να προσφύγουν στα δικαστήρια.

Σύγκρουση συμφερόντων

Επειδή οι επιστημονικές μελέτες μπορεί να έχουν δραματικές επιπτώσεις στις πωλήσεις μιας εταιρείας ή ενός κλάδου που παράγει προϊόντα τα οποία έχουν άμεση σχέση με την υγεία, οι ερευνητές βρίσκονται συνεχώς σε μια κατάσταση που ονομάζεται σύγκρουση συμφέροντος και οδηγεί σε μεροληπτικά συμπεράσματα. Το 75% των συγγραφέων στα ιατρικά περιοδικά αντιμετωπίζουν σύγκρουσης συμφέροντος, σύμφωνα με τον πρώην επιμελητή του ΒMJ, Ρίτσαρντ Σμιθ, διότι χρηματοδοτούνται από τις φαρμακοβιομηχανίες και άλλες εταιρείες,

Το πρόβλημα έχει γίνει κατανοητό σήμερα και τα περισσότερα επιστημονικά περιοδικά ζητούν από τους ερευνητές να γνωστοποιούν το χρηματοδότη της μελέτης τους ή τις επαγγελματικές σχέσεις τους με εταιρείες.

Υπάρχουν όμως και επιστημονικά περιοδικά που αρνούνται πεισματικά να αναφέρουν τέτοιου είδους πληροφορίες, θεωρώντας ότι η επιστήμη είναι διαφανής και ανεπηρέαστη από το χρήμα σε βαθμό αγιοσύνης. Όμως το ποιος είναι ο χρηματοδότης της μελέτης έχει μεγαλύτερη σημασία από ίδια τα συμπεράσματά της. Όταν λοιπόν θέλει κανείς να διαβάσει μια μελέτη σε ένα επιστημονικό περιοδικό πρέπει να αρχίσει από το τέλος εκεί που αναφέρεται αν υπάρχει conflict of interest (σύγκρουση συμφέροντος). Αυτή η πληροφορία είναι πιο χρήσιμη από τα conclusions (συμπεράσματα) που διατυπώνονται λίγο πιο πάνω.

Φαίνεται μάλιστα ότι τα επιστημονικά περιοδικά δεν βρίσκονται εντελώς έξω από το παιγνίδι των οικονομικών συμφερόντων. Έχει λεχθεί ότι τα επιστημονικά περιοδικά στην πραγματικότητα αποτελούν μια προέκταση των τμημάτων μάρκετινγκ των φαρμακευτικών εταιρειών και των εταιρειών τροφίμων. Η κατηγορία αυτή έχει εκτοξευτεί όχι μόνο από επιστήμονες που θεωρούνται περίεργοι ή εκκεντρικοί αλλά και από editors των επιστημονικών περιοδικών που βγήκαν στη σύνταξη.

 

 

Δείτε επίσης