Σύγκρουση συμφερόντων και διατροφική επιστήμη

etiketa trofimvnΜπορεί οι ισχυρισμοί που διαβάζουμε για ορισμένα συμπληρώματα διατροφής σχετικά με το καλό που κάνουν στην υγεία να είναι μερικές φορές καθαρή απάτη; Μην το αποκλείετε. Η απάτη είναι καθημερινή σ’ αυτόν τον κόσμο και αφορά ακόμα και τα πιο «αγαθά» επαγγέλματα. Οι επιστήμη δεν γράφεται από αγίους, ειδικά όταν στοχεύει στην τσέπη. Διαβάστε τις παρακάτω περιπτώσεις οι οποίες παρουσιάζουν μια κλασική σύγκρουση συμφερόντων (conflict of interest) και να καταλάβετε.

Η περίπτωση του Τσάντρα

To 2000, εστάλη για δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό British Medical Journal (ΒMJ) μια μελέτη που έδειχνε ότι ένα συμπλήρωμα διατροφής που περιείχε βιταμίνες βελτίωνε τη μνήμη και γενικά τη γνωστική λειτουργία σε ανθρώπους άνω των 65 ετών. Υπογραφόταν από τον Ράντζιτ Τσάντρα, έναv παγκοσμίου φήμης ειδικό στη διατροφή και την ανοσολογία ο οποίος ζούσε στον Καναδά. Ο Τσάντρα είχε δημοσιεύσει πάνω από 200 εργασίες, είχε βραβευτεί από τoν Καναδικό Σύνδεσμο Διατροφικών Επιστημών, είχε πέντε τιμητικά διδακτορικά, και ήταν επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια τεσσάρων ηπείρων.

chandra

Ράντζιτ Τσάντρα

Ανέκυψαν όμως ορισμένα προβλήματα κατά την ανάγνωση της μελέτης από τους εξεταστές του ΒMJ. Αν και τα επιστημονικά περιοδικά δεν ελέγχουν τα στοιχεία των μελετών που τους αποστέλλονται, θεωρώντας ότι συγκεντρώνονται από τίμιους ανθρώπους, σ’ αυτή την περίπτωση, κάποιος από τους εξεταστές παρατήρησε ότι είχαν «…όλα τα γνωρίσματα της επινόησης».[i] Έτσι το ΒMJ ζήτησε διευκρινήσεις από το συγγραφέα, ωστόσο ένα άλλο επιστημονικό περιοδικό που επίσης είχε παραλάβει τη μελέτη, το Nutrition, τη δημοσίευσε χωρίς ενδοιασμούς.

Δεν άργησε όμως να γίνει γνωστό ότι ο Τσάντρα κατείχε ο ίδιος την πατέντα του συμπληρώματος διατροφής για το οποίο είχε κάνει τη μελέτη. Οι βιταμίνες αυτές πουλιόταν στη Βόρειο Αμερική και ο συγγραφέας έπαιρνε μια ετήσια αμοιβή που υποτίθεται ότι χάριζε σε εκπαιδευτικούς οργανισμούς. Αμφιβολίες εγέρθηκαν και για μια άλλη εργασία του Τσάντρα που είχε δημοσιευτεί το 1992 και είχε θεωρηθεί τόσο σπουδαία που μνημονευόταν σε 300 περίπου επιστημονικά άρθρα. Τελικά, η έρευνα γύρω από αυτή την εργασία έκανε τον επιμελητή του ΒMJ Ρίτσαρντ Σμιθ να δηλώσει το 2004: «Νομίζω ότι θα ήταν φρόνιμο για τον κόσμο να αγνοήσει αυτές τις δύο μελέτες, εκτός κι αν ο καθηγητής Τσάντρα είναι σε θέση να αποδείξει την εγκυρότητά τους».[ii]

Αυτές οι δύο εργασίες του Τσάντρα, ίσως να κατείχαν περίοπτη θέση στη βιβλιογραφία σήμερα, αν κατά τύχη δεν αποκαλυπτόταν το 1992, ότι ο Τσάντρα είχε 120 τραπεζικούς λογαριασμούς αξίας 2 εκατομμυρίων δολαρίων σε μια ντουζίνα χώρες, κυρίως σε φορολογικούς παραδείσους. Η αποκάλυψη έγινε κατά τη διάρκεια της δίκης του διαζυγίου του Τσάντρα. Ο δικαστής κατέληξε ότι ήταν αδύνατο αυτά τα λεφτά να προέρχονται από το μισθό του φημισμένου επιστήμονα ως γιατρού και καθηγητού. Πιθανολόγησε ότι τα είχε πάρει ως χρηματοδότηση για έρευνες που τελικά δεν ολοκλήρωνε. Όταν όμως κάποιος είναι ικανός για απάτη σ’ ένα τομέα, μπορεί να επιδείξει την ίδια συμπεριφορά και σε άλλους τομείς, ακόμα και στο επιστημονικό του αντικείμενο. Έτσι άρχισε η διερεύνηση γύρω από τα συμπληρώματα διατροφής τα οποία προωθούσε ο Τσάντρα μόνο και μόνο γιατί ο ίδιος είχε την πατέντα τους.

Σύγκρουση συμφερόντων

Η περίπτωση του Τσάντρα δείχνει ένα πρόβλημα που υπάρχει με τις επιστήμες της διατροφής και της υγείας. Επειδή οι μελέτες αυτές μπορεί να έχουν δραματικές επιπτώσεις στις πωλήσεις μιας εταιρείας τροφίμων ή ακόμα και ενός κλάδου, οι ερευνητές βρίσκονται συνεχώς μπροστά σε μια κατάσταση που ονομάζεται σύγκρουση συμφέροντος και οδηγεί σε μεροληπτικά συμπεράσματα.

Υποτίθεται ότι οι μελέτες διεξάγονται για να αποκαλυφθεί η επιστημονική αλήθεια για το ρόλο της διατροφής και των διαφόρων διατροφικών συστατικών αλλά οι ερευνητές δεν είναι εύκολο να αγνοήσουν το προσωπικό τους όφελος. Πολύ συχνά, έχουν στενούς οικονομικούς δεσμούς με εταιρείες που τους προσλαμβάνουν ως επιστημονικούς συμβούλους ή χρηματοδοτούν τις μελέτες τους, κι αυτό επηρεάζει το αποτέλεσμα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι μελέτες ενδέχεται να διεξάγονται και να γράφονται με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοείται ο χρηματοδότης. Αυτό είναι εφικτό γιατί το βασικό εργαλείο των διατροφικών μελετών είναι τα στατιστικά δεδομένα τα οποία όταν «βασανιστούν» αρκετά  στο τέλος “ομολογούν”. Αν όχι, η μελέτη μπορεί να μείνει αδημοσίευτη. Ο χορηγός θέτει ασφυκτικούς όρους συμβολαίων απαγορεύοντας στους ερευνητές να δημοσιεύσουν τα συμπεράσματα χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Το θέμα δεν αφορά μόνο τα συμπληρώματα διατροφή αλλά σχεδόν κάθε πλευρά της διατροφής. Όμως η συστηματική έρευνα γύρω από τη σύγκρουση συμφερόντων και τη μεροληψία των διατροφικών πορισμάτων άρχισε μόλις τα τελευταία χρόνια. Σχετικά πρόσφατα, μια έρευνα που έγινε το το 2007, συγκέντρωσε τα συμπεράσματα 111 μελετών που είχαν διεξαχθεί την πενταετία 1999-2003 και αφορούσαν τα αναψυκτικά, τους χυμούς και το γάλα. Το 22% των μελετών αυτών είχε χρηματοδοτηθεί εξ’ ολοκλήρου από τη βιομηχανία τροφίων και το 32% εξ αυτών είχε χρηματοδοτηθεί εν μέρει. Οι ερευνητές κατέληξαν στο εξής συμπέρασμα για τα πορίσματα αυτών των μελετών: «Η βασική διαπίστωση είναι ότι τα επιστημονικά δημοσιεύματα για τα συνήθη καταναλωτικά ποτά που χρηματοδοτήθηκαν ολοκληρωτικά από τη βιομηχανία, ήταν τέσσερις με οκτώ φορές πιο πιθανό να ευνοούν τα οικονομικά συμφέροντα του χορηγού απ’ ότι τα άρθρα που δεν σχετίζονται με τη βιομηχανική χρηματοδότηση».[iii]

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα για τη δύναμη του χρήματος. Η CocaCola για παράδειγμα πρόσφερε 1 εκατομμύριο δολάρια στην Αμερικανική Ακαδημία Παιδικής Οδοντιατρικής το 2003. Λίγο αργότερα, ο πρόεδρος των οδοντιάτρων Ντέϊβιντ Κέρτις είπε: «Οι επιστημονικές αποδείξεις δεν είναι βεβαίως σαφείς για τον ακριβή ρόλο που παίζουν τα αναψυκτικά σχετικά στις στοματικές ασθένειες των παιδιών».[iv] Η δήλωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με άλλες που είχε κάνει παλιότερα ο σύνδεσμος των οδοντιάτρων, όπως η ακόλουθη: «Η συχνή κατανάλωση σακχάρων μέσω αναψυκτικών, μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας της παιδικής και εφηβικής διατροφής που συμβάλλει στην έναρξη και την πρόοδο της οδοντικής τερηδόνας. Η αυξημένη κατανάλωση αναψυκτικών, μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην εν γένει διατροφή των παιδιών και των εφήβων εκτοπίζοντας τα τρόφιμα που έχουν υψηλότερη θρεπτική αξία».[v]

Ο ρόλος του χορηγού έχει φανεί ξεκάθαρα στην περίπτωση της καπνοβιομηχανίας και ο τρόπος που προσπάθησε να υπερασπιστεί το παθητικό κάπνισμα. Το 1998, μια έρευνα βρήκε ότι από τις 106 μελέτες που είχαν δημοσιευτεί τα προηγούμενα 13 χρόνια για το παθητικό κάπνισμα, το 63% κατέληγε ότι ήταν επιβλαβές. Οι υπόλοιπες μελέτες που με τον ένα ή άλλο τρόπο αθώωναν το παθητικό κάπνισμα είχαν χρηματοδοτηθεί από την καπνοβιομηχανία.

H περίπτωση του Ντολ

Ίσως να νομίζετε ότι οι επιστήμονες που αλλοιώνουν την έρευνά τους προκειμένου να κερδίσουν χρήματα είναι λίγοι ή ότι είναι χαμηλής επιστημονικής κατάρτισης. Φαίνεται όμως ότι και οι φημισμένοι ερευνητές αντιμετωπίζουν αυτό που αποκαλείται «σύγκρουση συμφερόντων» διότι οι εταιρείες προσεγγίζουν τα πιο γνωστά ονόματα. Αυτό δείχνει οι περίπτωση του Βρετανού Ρίτσαρντ Ντολ – ίσως να έχετε ακούσει αυτό το όνομα.

doll richard

Ρίτσαρντ Ντολ

Ο Ντολ ήταν ο μεγαλύτερος επιδημιολόγος του περασμένου αιώνα. Ήταν ο πρώτος που συνέδεσε αξιόπιστα το κάπνισμα με τον καρκίνο κι έγινε το σύμβολο της αντικαπνιστικής εκστρατείας. Είχε επίσης προειδοποιήσει ότι και άλλα υλικά εκτός από τα τσιγάρα ευθύνονται για καρκίνους και απέκτησε τη φήμη του Εγγλέζου τζέντλεμαν που υπερασπίζεται τη δημόσια υγεία. Όμως συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε. Το 2002, ο Ντολ τις επιστημονικές του εργασίες στη Wellcome Library του Λονδίνου που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πηγές για τους μελετητές της ιστορίας της ιατρικής. Μεταξύ των άρθρων που κατέθεσε υπήρχε και μια επιστολή προς το μαθηματικό Γουίλλιαμ Γκάφφεϋ που εργαζόταν στην εταιρεία μεταλλαγμένων σπόρων Monsanto.

Ο Ντολ ήταν σύμβουλος της Monsanto και η αμοιβή του το 1986 ήταν 1.500 δολάρια την ημέρα. Για άλλους ένα τέτοιο το ποσό ήταν όνειρο ακόμα και για το μηνιαίο μισθό τους. «Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη για την προσφορά της επέκτασης της συμβουλευτικής μου συμφωνίας και την αυξημένη αμοιβή κι έχω υπογράψει ένα συμβόλαιο που αποστέλλω»[1], έγραψε ο Ντολ στον Γκάφφεϋ.

Θα αναρωτηθεί κανείς τι κακό έχει μια τέτοια αμοιβή! Από μόνο του κανένα. Εκτός του ότι έτσι εξηγείται γιατί ο Ντολ από σύμβολο της αντικαπνιστικής εκστρατείας είχε μετατραπεί υπερασπιστή των καρκινογόνων της βιομηχανίας. Για παράδειγμα η βιομηχανία (αλλά και οι κυβερνήσεις) έχουν την τάση να υποβαθμίζουν τον κίνδυνο για καρκίνο που υπάρχει από τα διάφορα χημικά και φυτοφάρμακα. Υπάρχει μάλιστα η τάση να κατηγορείται για τον καρκίνο ο λάθος τρόπος ζωής του θύματος: το κάπνισμα, η φυσική αδράνεια, η παχυσαρκία, η κατανάλωση λίπους κλπ. (και από την άλλη μεριά, υπάρχει απροθυμία να αναγνωριστεί ότι η σύνδεση του λίπους με τους καρκίνους οφείλεται ενδεχομένως σε καρκινογόνα χημικά που είναι λιποδιαλυτά). Ορισμένοι πιστεύουν ότι πίσω από την υποτίμηση του κινδύνου βρίσκεται το χεράκι της χημικής βιομηχανίας η οποία χρησιμοποίησε ως σύμμαχό της τον καλύτερο επιδημιολόγο που μπορούσε να βρεί: τον Ρίτσαρντ Ντολ. Η αμοιβή και μόνο που έπαιρνε ο Ντολ λύνει την απορία πολλών, εκ των υστέρων, γιατί παρευρισκόταν σε δίκες που γίνονταν ύστερα από μηνύσεις κατά της χημικής βιομηχανίας και γνωμοδοτούσε υπέρ της.

Η αποκάλυψη της περίπτωσης του Ντολ έγινε τον Δεκέμβριο του 2006 μέσω ενός επιστημονικού άρθρου που είχε τίτλο, Μυστικοί δεσμοί προς τη βιομηχανία και συγκρουόμενα συμφέροντα στην καρκινική έρευνα. Εκεί αναφερόταν η περίπτωση του Ντολ και το θέμα πήρε δημοσιότητα. Πολλοί σοκαρίστηκαν και μια βρετανική εφημερίδα έγραψε πως ήταν σαν να αποκαλυπτόταν ότι η μητέρα Τερέζα δούλευε στριπτιζέζ στα νιάτα της. Η βρετανική επιστημονική κοινότητα υπερασπίστηκε τον Ντολ και η εφημερίδα The Observer έγραψε ένα άρθρο με τίτλο, Ο Ρίσταρντ Ντολ ήταν ήρωας, όχι παλιάνθρωπος. Ειπώθηκε ότι ο Ντολ ήταν αναγκασμένος να συνεργάζεται με τη βιομηχανία για να έχει πρόσβαση σε στοιχεία που μπορούσαν να αποδείξουν την επικινδυνότητα των προϊόντων της. Όμως δεν ήταν λίγοι αυτοί που είπαν ότι ο Ντολ δεν έκανε τίποτα άλλο από το να υπερασπίζεται τη βιομηχανία.

Το πρόβλημα λοιπόν της σύγκρουσης συμφερόντων δεν αφορά μόνο το ρόλο των βιταμινών και τα συμπληρώματα διατροφής που υποτίθεται κάνουν θαύματα αλλά κάθε πλευρά της διατροφής. Στα συμπληρώματα διατροφής αναγράφονται ορισμένες φορές οι μελέτες που έγιναν προκειμένου να αποδείξουν οι εταιρείες ότι δεν κάνουν αυθαίρετους ισχυρισμούς. Όμως πιο σημαντικό από το συμπέρασμα μια μελέτης είναι ένα άλλο στοιχείο: ποιος ήταν ο χρηματοδότης.

Βιβλιογραφία


[i] White C. Three journals raise doubts on validity of Canadian studies. BMJ 2004;328:67. «…had all the hallmarks of having been entirely invented».

[ii] White C. Three journals raise doubts on validity of Canadian studies. BMJ 2004;328:67. «I think that it would be wise for the world to disregard these two studies unless professor Chandra can prove their validity».

[iii] Lesser LI, Ebbeling CB, Goozner M, Wypij D, Ludwig DS: Relationship between funding source and conclusion among nutrition-related scientific articles. PLOS Medicine 2007, 4(1):e5. «The main finding of this study is that scientific articles about commonly consumed beverages funded entirely by industry were approximately four to eight times more likely to be favorable to the financial interests of the sponsor than articles without industry-related funding».

[iv] Jacobson MF. Lifting the Veil of Secrecy from Industry Funding of Nonprofit Health Organizations. Int J Occup Environ Health 2005;11:349-55. «Scientific evidence is certainly not clear on the exact role that soft drinks play in terms of children’s oral disease».

[v] American Academy of Pediatric Dentists. Policy statement on beverage vending machines in schools. May 2002. «Frequent consumption of sugars in any beverage can be a significant factor in the child and adolescent diet that contributes to the initiation and progression of dental caries… Increased consumption of soft drinks may have a negative impact on children and adolescents’ overall nutrition by displacing foods with higher nutritional value».

Δείτε επίσης