Η παιδική κακοποίηση δεν προκαλεί μόνο ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και μακρόχρονες μεταβολές στον εγκέφαλο γενετικού χαρακτήρα. Μια νέα επιστημονική μελέτη δείχνει ότι στα άτομα που κακοποιήθηκαν σαν παιδιά, ένα γονίδιο που εμπλέκεται στον έλεγχο του στρες, παραμένει τροποποιημένο για δεκαετίες μετά, ένα αποτέλεσμα που είχε ήδη διαπιστωθεί με πειράματα ότι συμβαίνει και σε νεαρούς ποντικούς.
Ο νευροεπιστήμονας, Μάικλ Μίνι και οι συνάδελφοί του στο πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ του Μόντρεαλ στον Καναδά, σύγκριναν -μετά θάνατον- τους εγκεφάλους 12 ανδρών που είχαν κακοποιηθεί σαν παιδιά και είχαν αυτοκτονήσει αργότερα, με εγκεφάλους συνομηλίκων τους που είχαν επίσης αυτοκτονήσει, χωρίς όμως να έχουν κακοποιηθεί, όσο και με εγκεφάλους ατόμων που δεν είχαν κακοποιηθεί και είχαν πεθάνει από άλλες αιτίες.
Οι ερευνητές σύγκριναν τμήματα του DNA από την περιοχή του ιππόκαμπου στον εγκέφαλο, όπου βρίσκεται ένα συγκεκριμένο γονίδιο, το οποίο -όπως είχε διαπιστωθεί από τις προηγούμενες έρευνες στους ποντικούς- εμπλέκεται στη ρύθμιση των ορμονών που εκκρίνει ένας οργανισμός λόγω στρες. Η διαπίστωση ήταν ότι -όπως συμβαίνει και στους ποντικούς- ο εγκέφαλος των κακοποιημένων ανδρών έδειχνε τις ίδιες αλλαγές στο γονίδιο αυτό, καθιστώντας το άτομο -όσο ζούσε- λιγότερο ικανό να ελέγξει τις αντιδράσεις του στο στρες. Η γονιδιακή αυτή αλλαγή δεν παρατηρήθηκε στις δύο άλλες ομάδες ατόμων που μελετήθηκαν και οι οποίοι δεν είχαν κακοποιηθεί σαν παιδιά.
Σύμφωνα με τον νευρο-επιστήμονα, Έρικ Νέστλερ, της Ιατρικής Σχολής του Όρους Σινά στη Ν.Υόρκη, η νέα έρευνα είναι σημαντική, γιατί ενισχύει την θεωρία ότι οι λεγόμενες επιγενετικές αλλαγές (δηλαδή οι περιβαλλοντικές επιδράσεις, μετά τη γέννηση, που επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων ενός ατόμου και όχι τις ίδιες τις γενετικές αλληλουχίες του DNA) μπορεί να επηρεάζουν με γονιδιακό τρόπο το νευρικό σύστημα και να επιφέρουν μακροπρόθεσμες αλλαγές της συμπεριφοράς.
Κατά την τελευταία δεκαετία, έχουν συγκεντρωθεί αρκετά επιστημονικά δεδομένα ότι τα κακοποιημένα παιδιά είναι λιγότερο υγιή ως ενήλικες, εμφανίζοντας νοητικά προβλήματα, καρδιοπάθειες, παχυσαρκία, αυτοάνοσα νοσήματα κ.α., και η νέα έρευνα ρίχνει φως στο γιατί αυτό συμβαίνει.