ΣYMΦΩNIA με πηγές της Ε.Ε., υπάρχουν σοβαρές επιστημονικές ενδείξεις ότι η σημερινή υψηλή κατανάλωση αλατιού ανά την Ευρώπη αποτελεί σημαντικό παράγοντα αύξησης της αρτηριακής πίεσης και συνεπώς της συχνότητας καρδιαγγειακών νοσημάτων και ότι ανεξάρτητα από την επίδρασή του στην πίεση μπορεί να έχει και άμεσες βλαβερές συνέπειες, αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκεφαλικών επεισοδίων, υπερτροφίας της αριστερής κοιλίας και νεφροπάθειας.
Επίσης, από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας των Τροφίμων διατυπώνεται η άποψη ότι η ημερήσια ποσότητα νατρίου που προσλαμβάνουν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι (3-5 gr. νάτριο, περίπου 8-11 gr. αλάτι) υπερβαίνει κατά πολύ τη συνιστώμενη ημερήσια δόση και ότι η κυριότερη πηγή νατρίου στη διατροφή είναι τα μεταποιημένα τρόφιμα, που ευθύνονται για το 70% με 75% της συνολικής ποσότητας.
Ακόμη, στο Φόρουμ και την τεχνική συνάντηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τη μείωση της πρόσληψης αλατιού από το κοινό, που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι μεταξύ 5 και 7 Οκτωβρίου 2006, εξετάστηκε η σχέση μεταξύ υπερβολικής κατανάλωσης αλατιού και υγείας και διατυπώθηκαν συστάσεις προς τα κράτη – μέλη και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς για το πώς να μειωθεί η κατανάλωση αλατιού από το κοινό, με μακροπρόθεσμο στόχο την πρόληψη μη μεταδοτικών ασθενειών.
Τέλος, στα συγκεράσματα του Συμβουλίου της 6ης /εκεμβρίου 20074 σχετικά με τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής που αφορά την «Ευρωπαϊκή στρατηγική για θέματα υγείας που έχουν σχέση με τη διατροφή, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία», όπου χαράσσεται μια ολοκληρωμένη ενωσιακή προσέγγιση με σκοπό τη μείωση πων παθήσεων που οφείλονται στους παράγοντες αυτούς, χαιρετίζεται η πρόταση να θεωρηθεί από τα κράτη-μέλη την μείωση της κατανάλωσης αλατιού ως πρώτη προτεραιότητα προς συζήτηση στην Ομάδα Υψηλού Επιπέδου της Επιτροπής για τη διατροφή και τη σωματική δραστηριότητα.
Καλούνται, δε τα κράτη-μέλη να στηρίζουν δραστηριότητες που έχουν ως στόχο τον επαναπροσδιορισμό της σύνθεσης των τροφών μειώνοντας την περιεκτικότητα σε αλάτι, κορεσμένα λίπη, λιπαρά οξέα «trans», προστιθέμενη ζάχαρη και υψηλές θερμίδες, λόγω της συμβολής των στοιχείων αυτών στην ανάπτυξη μη μεταδοτικών ασθενειών, υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας.
Πολύ σημαντική για την αντιμετώπιση του φαινόμενου θεωρείται η παροχή μέσω των τροφίμων ευκρινών, σαφών και κατανοητών πληροφοριών για τους καταναλωτές, που να τους επιτρέπουν να διαλέγουν προϊόντα με λιγότερο αλάτι.
Σημαντικό επίσης είναι το έργο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δράσης για το Αλάτι, που δημιούργησε το Ηνωμένο Βασίλειο κατόπιν προτροπών του ΠΟΥ για την ίδρυση δικτύων στα κράτη-μέλη που να δίνουν ευκαιρίες ανταλλαγής πληροφοριών, καθοδήγησης και τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης σχετικά με τις διάφορες πτυχές της στρατηγικής μείωσης του αλατιού.
Τέλος, καλούνται από την Ε.Ε. τα κράτη-μέλη της να ενισχύσουν ή, αν δεν διαθέτουν ήδη, να αναπτύξουν συντονισμένες και βιώσιμες εθνικές διατροφικές πολιτικές, καθώς και προγράμματα μείωσης της κατανάλωσης του αλατιού, στα δέοντα επίπεδα, που να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την ενθάρρυνση των παρασκευαστών και παρόχων τροφίμων να επιδοθούν εντονότερα σε δράσεις επαναπροσδιορισμού της σύνθεσης ώστε να περιοριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο η περιεκτικότητα των διατιθέμενων στην αγορά τροφίμων και γευμάτων σε αλάτι.