Τα παιδιά που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα χημικών ουσιών που ρυπαίνουν το περιβάλλον, γίνονται πιο κοντά από τους συνομηλίκους τους, σύμφωνα με μια διεθνή επιστημονική έρευνα. Οι ερευνητές, υπό την Τζέην Μπερνς της Σχολής Δημόσιας Υγείας του αμερικανικού πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Pediatrics” της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, μελέτησαν επί τρία χρόνια περίπου 500 αγόρια ηλικίας οκτώ και εννέα ετών σε μια περιοχή της Ρωσίας, η οποία θεωρείται άκρως μολυσμένη λόγω της παρουσίας ενός χημικού εργοστασίου.
Όπως διαπιστώθηκε, όσα παιδιά είχαν τα υψηλότερα επίπεδα πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) στο αίμα τους, εξαιτίας της μόλυνσης του περιβάλλοντος, ήσαν κατά μέσο όρο σχεδόν τρία εκατοστά πιο κοντά σε σχέση με τα αγόρια από την ίδια περιοχή, τα οποία είχαν τα λιγότερα PCB στο αίμα τους. Τα παιδιά με πολλά PCB στον οργανισμό τους ψήλωναν με πιο αργό ετήσιο ρυθμό σε σχέση με τους συνομηλίκους τους.
Επίσης τα παιδιά με την μεγαλύτερη έκθεση στα PCB είχαν κατά μέσο όρο δύο μονάδες χαμηλότερο δείκτη σωματικής μάζας (αναλογία βάρους/ύψους). Κάτι ανάλογο συνέβαινε, σύμφωνα με την μελέτη, σε όσα παιδιά έχουν την περισσότερη διοξίνη στο αίμα τους. Για “δραματική” συνέπεια έκανε λόγο η υπεύθυνη της έρευνας και πρόσθεσε ότι τα νέα ευρήματα συνάδουν με αυτά που έχουν προκύψει από παλαιότερες μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις αυτών των χημικών ρυπαντών.
Οι ουσίες PCB χρησιμοποιούνταν κάποτε ευρέως στις ηλεκτρικές συσκευές, στον φθορίζοντα φωτισμό, στις μονώσεις, στα εντομοκτόνα κ.α. Αν και απαγορεύθηκαν από τη δεκαετία του ΄70 λόγω των διαγνωσμένων κινδύνων για τη δημόσια υγεία, παραμένουν απειλή, καθώς δεν έχουν εξαφανιστεί ακόμα από το περιβάλλον και συνεχίζουν να συσσωρεύονται στο λίπος των ψαριών, των ζώων και των πουλιών.
Οι ως τώρα έρευνες έχουν συνδέσει τα PCB με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο, διαβήτη και άλλες ασθένειες. Μια ταϊβανέζικη μελέτη διαπίστωσε ότι όσα έμβρυα είχαν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα PCB στην μήτρα της μητέρας τους, γεννήθηκαν με μικρότερο ύψος από τα υπόλοιπα παιδιά.
Οι διοξίνες είναι τοξικές ουσίες που παράγονται συνήθως από την καύση (χωματερές, πυρκαγιές κλπ.) και από ορισμένες βιομηχανικές διαδικασίες. Μεταφέρονται με τον αέρα και εναποτίθενται στα φυτά, το χώμα και το νερό, με συνέπεια να εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω της τροφικής αλυσίδας. Η αυξημένη διοξίνη συνδέεται με κίνδυνο καρκίνου και τη γέννηση περισσότερων κοριτσιών σε σχέση με αγόρια.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι δεν είναι ακόμα βέβαιοι μέσω ποιού μηχανισμού οι πολυχλωριωμένες διφαινύλες και οι διοξίνες επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά είναι πιθανό οι μεν διοξίνες να επιδρούν σε γονίδια που ρυθμίζουν τον ρυθμό ανάπτυξης, τα δε PCB να διαταράσσουν τη ρύθμιση των αναπτυξιακών ορμονών από τον θυρεοειδή.