Εντυπωσιακά αποτελέσματα για τη μείωση της θνησιμότητας και την ποιότητα ζωής των ασθενών με στένωση αορτικής βαλβίδας – την πιο συχνή σήμερα βαλβιδοπάθεια – έχει η διαδερμική (μη χειρουργική) αντικατάσταση της βαλβίδας. Τα αρχικά ενθαρρυντικά βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν από την τελευταία πολυκεντρική μελέτη PARTNER, που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ και δημοσιεύτηκε πρόσφατα. Στη μελέτη αυτή οι ερευνητές συμπεριέλαβαν ασθενείς υψηλού κινδύνου για χειρουργική επέμβαση. Στη συνέχεια, τυχαιοποιήθηκαν οι ασθενείς σε φαρμακευτική αγωγή ή διαδερμική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας.
Στο πρώτο έτος παρακολούθησης είχε εντυπωσιακά καλύτερα αποτελέσματα η διαδερμική αντικατάσταση σε σχέση με τη συντηρητική αντιμετώπιση. Οι ασθενείς είχαν μειωμένη θνητότητα ανεξαρτήτως αιτίας (30% έναντι 50%) αλλά και μειωμένη ανάγκη για νοσηλεία (42,5% έναντι 70%), στοιχείο που «μεταφράζεται» σε καλύτερη ποιότητα ζωής.
Η μέθοδος εφαρμόζεται στη Α’ Καρδιολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ιπποκράτειο), στο Ωνάσειο, στο Αττικόν και στο ΑΧΕΠΑ. Με επικεφαλής της ιατρικής ομάδας στο Ιπποκράτειο τους επίκουρους καθηγητές Εμ. Βαβουρανάκη και Κ. Τούτουζα, έχουν ήδη αντιμετωπιστεί 60 ασθενείς με μεγάλη επιτυχία, που παρέμεναν χωρίς θεραπεία έως τώρα.
«Με συνεχώς βελτιωμένες τεχνικές και συσσώρευση εμπειρίας, τα αποτελέσματα μάς κάνουν ιδιαίτερα αισιόδοξους για τη μελλοντική ανάπτυξη της μεθόδου», λέει ο κ. Τούτουζας.
Οι βαλβιδοπάθειες, δηλαδή η αλλοίωση ή βλάβη των βαλβίδων της καρδιάς, αποτελούν ένα σημαντικό αίτιο νοσηρότητας και θνητότητας. Τα αίτια για ανάπτυξη βαλβιδοπάθειας, εκτός από τις εκ γενετής βαλβιδοπάθειες, που πάντα αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό τους, έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια.
«Ο ρευματικός πυρετός που παλαιότερα αποτελούσε το κύριο αίτιο έχει πλέον σχεδόν εξαλειφθεί, ενώ η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας του γενικού πληθυσμού και ο σύγχρονος τρόπος ζωής (κακή διατροφή – παχυσαρκία, έλλειψη άσκησης) ευνοούν σήμερα την ανάπτυξη εκφυλιστικού τύπου βαλβιδοπαθειών, με συχνότερη την στένωση της αορτικής βαλβίδας. Πρόσφατες μελέτες του κ. Τούτουζα έδειξαν τον ρόλο της φλεγμονής στην ανάπτυξη της στένωσης της αορτικής βαλβίδας.
Τα συμπτώματα της βαλβιδοπάθειας αυτής είναι η ζάλη ή συγκοπή, η στηθάγχη και η δύσπνοια. Η διάγνωση είναι σχετικά εύκολη (με την ακρόαση) και επιβεβαιώνεται με το υπερηχογράφημα καρδιάς.
Εως και σήμερα η χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας αποτελεί την κλασική θεραπευτική επιλογή στους ασθενείς με σοβαρή στένωση που παρουσιάζουν συμπτώματα. Τα άμεσα και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της χειρουργικής επέμβασης είναι πολύ ικανοποιητικά. Η στένωση όμως αορτικής βαλβίδας στην πλειοψηφία των ασθενών εμφανίζεται σε προχωρημένη ηλικία. Συνήθως σε αυτούς τους ασθενείς παρουσιάζονται και άλλα συνοδά προβλήματα, όπως νεφρική ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσος, περιφερική αγγειοπάθεια και αναπνευστικά προβλήματα.
«Σε αυτή την κατηγορία ασθενών ο περιεγχειρητικός κίνδυνος μπορεί να είναι μεγάλος», λέει ο κ. Τούτουζας. «Αυτός ο αυξημένος κίνδυνος έχει ως αποτέλεσμα, όπως δείχνουν παγκόσμιες μεγάλες μελέτες, το 30% των ασθενών που χρήζουν χειρουργικής θεραπείας να μην αντιμετωπίζεται! Ο φόβος για επιπλοκές κάνει τους θεράποντες ιατρούς να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί, με αποτέλεσμα οι ασθενείς αυτοί να παραμένουν ουσιαστικά αθεράπευτοι, μόνο με συμπτωματική φαρμακευτική αντιμετώπιση ή βαλβιδοπλαστική με μπαλόνι – μέθοδος που τείνει να εγκαταλειφθεί – και με συνεχώς φθίνουσα ποιότητα ζωής».
Επανάσταση στο πεδίο των βαλβιδοπαθειών έφερε η νέα μέθοδος της διαδερμικής αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας. Πρόκειται για μια επεμβατική τεχνική χωρίς τη χρήση εξωσωματικής κυκλοφορίας, ούτε καν γενικής αναισθησίας, και με νοσηλεία του ασθενούς συνήθως 5 ημέρες. Τα τελευταία τρία χρόνια έχει εξαπλωθεί παγκοσμίως η διαδερμική εμφύτευση αορτικών βαλβίδων και περισσότεροι από 10.000 έχουν αντιμετωπιστεί επιτυχώς με τη νέα αυτή μέθοδο.
«Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τεράστιας σημασίας, τόσο για τη βελτίωση όσο και για την καθιέρωση της νέας αυτής θεραπευτικής επιλογής στη φαρέτρα του σύγχρονου καρδιολόγου, είναι η στενή συνεργασία καρδιοχειρουργών και επεμβατικών καρδιολόγων», λέει ο κ. Τούτουζας.
«Κάθε ασθενής πρέπει να εξετάζεται ως ξεχωριστή περίπτωση και να επιλέγεται η καταλληλότερη γι’ αυτόν θεραπευτική λύση από την ιατρική ομάδα, που πρέπει να περιλαμβάνει γιατρούς και των δύο ειδικοτήτων. Στα κριτήρια για την επιλογή μας δεν πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο χαρακτηριστικά της νόσου αυτής καθαυτής, αλλά και το προσδόκιμο επιβίωσης και ποιότητας ζωής του ασθενούς».