Υπάρχουν ορισμένοι που έχουν “μύτη” ικανή να ξεχωρίζει και να εκτιμά και τις παραμικρές διαφορές οσμών στα αρώματα ή τα κρασιά, όμως αυτή η “σούπερ-όσφρηση” είναι αποτέλεσμα εκπαίδευσης για χρόνια και όχι “δώρο” της φύσης, σύμφωνα με μια γαλλική έρευνα, η οποία πάντως δεν γίνεται ομόφωνα αποδεκτή από τους ειδήμονες. Κάνοντας πειράματα με 28 εθελοντές, μισούς νέους και μισούς παλαιούς αρωματοποιούς με πάνω από 35 χρόνια εμπειρία, οι Γάλλοι ερευνητές, με επικεφαλής τον νευροεπιστήμονα Ζαν-Πιερ Ρουαγιέ του πανεπιστημίου Κλοντ Μπερνάρ της Λιόν, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό “Human Brain Mapping”, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ικανότητα διάκρισης χιλιάδων διαφορετικών οσμών εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την εντατική εξάσκηση.
«Για να είσαι “μύτη”, πρέπει να εξασκείσαι, όπως ένας πιανίστας», δήλωσε ο Ρουαγιέ, ο οποίος διαπίστωσε ότι, με το πέρασμα του χρόνου, όσο περισσότερο εξασκείται κανείς στην όσφρηση τόσο η εγκεφαλική δραστηριότητά του μετακινείται από την περιοχή που ελέγχει τη συνειδητή προσπάθεια σε αυτή όπου οι πράξεις εκτελούνται αυτόματα. Έτσι, όπως οι μουσικοί μπορούν να γίνουν πιο δημιουργικοί από τη στιγμή που δεν χρειάζεται πια να προσέχουν την τεχνική τους εφόσον πια την ελέγχουν αυτόματα, έτσι και οι “σούπερ-μύτες” αντιλαμβάνονται αμέσως ένα νέο άρωμα, ή -αν είναι αρωματοποιοί- το φαντάζονται και μπορούν να το κατασκευάσουν στην πράξη.
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι η συνεχής εξάσκηση φέρνει αλλαγές στον εγκέφαλο των καλλιτεχνών (ιδίως των μουσικών) και των αθλητών, αλλά είναι η πρώτη φορά που κάτι ανάλογο διαπιστώνεται και στον τομέα της όσφρησης.
Οι Γάλλοι ερευνητές ανέλυσαν την εγκεφαλική δραστηριότητα των εθελοντών, την ώρα που οι τελευταίοι κλήθηκαν να κάνουν διάφορα τεστ όσφρησης μεταξύ 300 ουσιών ή να φανταστούν νέα αρώματα με βάση τις ονομασίες διαφόρων χημικών ουσιών. Οι παλαιότεροι ήσαν πιο γρήγοροι και ακριβείς σε όλα τα τεστ, σε σχέση με τους νέους, ειδικά όταν κλήθηκαν να ανακαλέσουν μυρωδιές από τη μνήμη τους. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν, προς έκπληξή τους, ότι διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνταν στους αρχάριους από ό,τι στους έμπειρους αρωματοποιούς.
Δεν συμφωνούν όμως όλοι οι επιστήμονες. Σύμφωνα με τον Πάτρικ Μακ Λίοντ του Εργαστηρίου Αισθητηριακής Νευροβιολογίας, κοντά στις Βερσαλλίες, η ικανότητα διάκρισης των οσμών δεν είναι μόνο θέμα μάθησης, αλλά και γενετικό. Όπως επισήμανε, «δεν υπάρχουν δύο άνθρωποι που να μυρίζουν το ίδιο πράγμα με τον ίδιο τρόπο, με συνέπεια η ακριβής φύση της αίσθησης της όσφρησης να εξαρτάται τόσο από το αντικείμενο, όσο και από αυτόν που μυρίζει».
Είπε ακόμα ότι, όπως έχουν δείξει οι έρευνες, κάποια άτομα μπορούν να αντιληφθούν με την οσμή τους μια μικρή ποσότητα μιας χημικής ουσίας, αλλά μια άλλη όχι, και κάποια άλλα άτομα μπορεί να αντιληφθούν τη δεύτερη ουσία και όχι την πρώτη. Τα “κατώφλια” όσφρησης μπορεί να διαφέρουν τρομερά μεταξύ των ανθρώπων, ενώ παίζει ρόλο και το ότι το ανθρώπινο γονιδίωμα περιέχει σχεδόν 350 γονίδια σχετικά με την όσφρηση, πολύ περισσότερα σε σχέση με αυτά που αφορούν την όραση ή την ακοή, με συνέπεια η όσφρηση να είναι μια πιο εξατομικευμένη εμπειρία.
«Δεν είναι ποτέ δυνατόν κάποιος που είναι αναίσθητος στο μόριο μιας χημικής ουσίας, να μάθει μετά να το μυρίζει καλά», τόνισε ο Μακ Λίοντ, αν και παραδέχτηκε ότι η εξάσκηση βοηθά σε γενικές γραμμές στην εκλέπτυνση της όσφρησης, αλλά μέχρι σε ένα βαθμό.