Μαγνητικές τομογραφίες του εγκεφάλου έδειξαν ότι οι γυναίκες έχουν ισχυρότερη απόκριση στον πόνο σε σύγκριση με τους άνδρες επειδή ο εγκέφαλός τους επεξεργάζεται διαφορετικά τα σήματα του πόνου. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε ερευνητική ομάδα από τη Βρετανία και την Ιαπωνία με επικεφαλής τον καθηγητή Κασίμ Αζίζ από το Ινστιτούτο Νευρογαστρεντερολογίας στο Πανεπιστήμιο Κουίν Μέρι του Λονδίνου. Οι επιστήμονες κατέγραψαν την εγκεφαλική δραστηριότητα και την απόκριση στον πόνο 16 ανδρών και ισάριθμων γυναικών.
Οι ερευνητές ανέφεραν στους εθελοντές που ήταν στο σύνολό τους υγιείς ότι θα φουσκώσουν ένα μικροσκοπικό μπαλόνι μέσα στον οισοφάγο τους (η διαδικασία θα διαρκούσε μόλις ένα δευτερόλεπτο). Όπως προέκυψε, στο χρονικό διάστημα έως ότου βιώσουν την επώδυνη εμπειρία, οι γυναίκες εμφάνισαν μειωμένη δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται τον φόβο και αυξημένη δραστηριότητα στις περιοχές που εμπλέκονται στον σχεδιασμό κινήσεων ώστε να αποφευχθεί ο πόνος.
Στους άνδρες αντιθέτως ο φόβος κυριαρχούσε κατά την αναμονή της επώδυνης εμπειρίας, κάτι που δεν συνέβαινε όταν βιωνόταν ο πόνος. Οι γυναίκες από την πλευρά τους εμφάνιζαν μεγαλύτερη δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται τα συναισθήματα και το αίσθημα του πόνου ενόσω διεξαγόταν το πείραμα.
Τα νέα ευρήματα παρουσιάζονται σήμερα στο ετήσιο συνέδριο της Βρετανικής Εταιρείας Γαστρεντερολογίας στο Μπέρμιγχαμ. Όπως ανέφερε ο καθηγητής Αζίζ «το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια μιας επώδυνης εμπειρίας οι γυναίκες της μελέτης έδειξαν μεγαλύτερη δραστηριότητα στις περιοχές επεξεργασίας των συναισθημάτων και του πόνου, μαρτυρεί έναν μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίον οι γυναίκες προσδίδουν μεγαλύτερο βάρος σε επώδυνα ερεθίσματα. Αυτό επιδρά στον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνονται και αποκρίνονται στον πόνο σε σύγκριση με τους άνδρες». Σύμφωνα με τον καθηγητή απαιτούνται τώρα περαιτέρω μελέτες προκειμένου να αξιολογηθεί η κλινική σπουδαιότητα των ευρημάτων και να προσδιοριστεί εάν οι απεικονιστικές μελέτες του εγκεφάλου μπορούν να κατευθύνουν την χορήγηση παυσίπονων θεραπειών ανάλογα με το φύλο.