Εικοσιπέντε χρόνια μετά το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ και σχεδόν δύο μήνες από την πυρηνική κρίση στη Φουκουσίμα, επανήλθε με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα και παραμένει η διαπίστωση ότι καμιά τεχνολογία δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια οποιουδήποτε πυρηνικού εργοστασίου. Σύσσωμη η Ευρώπη βίωσε τον τρόμο της ραδιενέργειας στις 26 Απριλίου του 1986, όταν σημειώθηκε έκρηξη στον αντιδραστήρα 4 του Πυρηνικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ της τότε Σοβιετικής Ένωσης, ο οποίος σήμερα ανήκει στην Ουκρανία.
Από το ατύχημα έχασαν επιτόπου τη ζωή τους δυο από τους εργάτες του σταθμού, αλλά μέσα σε τέσσερις μήνες, από τη ραδιενέργεια από εγκαύματα, λόγω της θερμότητας, πέθαναν 28 εκ των πυροσβεστών που έσπευσαν στο χώρο του ατυχήματος και διαπιστώθηκαν 19 επιπλέον θάνατοι έως το 2004.
Γενικότερα, υπολογίζεται ότι επηρεάστηκε η υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, εξαιτίας της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια. Οι ποσοστιαίες αυξήσεις των καρκίνων ήταν άνω του 15% στους πληθυσμούς που εκτέθηκαν, με χιλιάδες θανάτους από καρκίνο και λευχαιμία να συνδέονται με το ατύχημα
“Δυστυχώς όμως, την αρχική αγανάκτηση και τον φόβο των λαών όλης της Ευρώπης μετά το Τσερνόμπιλ, διαδέχθηκε απάθεια και κυνισμός, που προκλήθηκε από τη συνεχή άνοδο των τιμών του πετρελαίου, τη λάθος ενημέρωση γύρω από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την προπαγάνδα του πυρηνικού λόμπυ, που διακήρυττε ότι η πυρηνική ενέργεια είναι δήθεν πράσινη και φθηνή”.
Την παραπάνω εκτίμηση διατυπώνει, με δηλώσεις της η πρόεδρος της Πανελλήνιας Ιατρικής Εταιρείας για την προστασία του περιβάλλοντος και κατά της πυρηνικής και βιοχημικής απειλής, Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου, σημειώνοντας ότι η Εταιρεία είχε πρωτοστατήσει στην ενημέρωση του κοινού για τα προβλήματα του εργοστασίου στο Κοζλοντούι (Βουλγαρία), που “οδήγησε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε επισκευές με τεχνολογία- δυστυχώς- Ανατολικής Γερμανίας”.
Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε η κ. Αρβανίτη, “ήδη, το εργοστάσιο είναι γερασμένο και πρέπει να δρομολογηθεί το κλείσιμό του”.
Όσον αφορά την επικείμενη κατασκευή του δεύτερου πυρηνικού εργοστασίου της Βουλγαρίας, στο Μπέλενε, η κ. Αρβανίτη εκτιμά πως η νέα κυβέρνηση, μάλλον θα είναι δύσκολο, μετά τα όσα συνέβησαν στη Φουκουσίμα, να επαναδιαπραγματευθεί την κατασκευή του.
“Το προγραμματισμένο επί κομμουνιστικής κυβέρνησης πυρηνικό εργοστάσιο στο Μπέλενε, έχει ‘παγώσει’, επειδή αρχικά είχε σχεδιασθεί με προδιαγραφές Τσερνόμπιλ και μετά από συντονισμένες ενέργειες ΜΚΟ, όπως η δική μας τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στη Γερμανία, η κατασκευή του ‘πάγωσε’ γιατί, με τις νέες προδιαγραφές ασφαλείας της ΕΕ, το κόστος κατασκευής του υπερδιπλασιάστηκε”, εξήγησε.
Ραδιενέργεια και επιπτώσεις στον άνθρωπο
Όπως και στο Τσερνόμπιλ, από οξεία έκθεση στη ραδιενέργεια, αναμένεται να καταλήξουν οι δεκάδες εργαζομένων, που παλεύουν να περιορίσουν την καταστροφή στο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα.
“Κάποιοι απ’ αυτούς τους ήρωες”, όπως τους χαρακτηρίζει η κ. Αρβανίτη, “ήδη νοσηλεύονται, επειδή εμφάνισαν εμετούς, διάρροια, τριχόπτωση, αιμορραγία, λοιμώξεις, λόγω παράλυσης του ανοσοποιητικού συστήματος και αναμένεται, σύντομα, οι περισσότεροι να καταλήξουν, επειδή δεν υπάρχει τρόπος κάθαρσης του οργανισμού από τη ραδιενέργεια”.
Σύμφωνα με την ίδια, η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ήδη μολύνθηκε από τον αέρα μέσω της εισπνοής και του δέρματος και μέσω της τροφικής αλυσίδας. Αυτοί θα εμφανίσουν όχι άμεσα, αλλά έπειτα από μήνες, έτη ή δεκαετίες (ανάλογα με το ποσόν και το ραδιενεργό στοιχείο), συνέπειες, που αφορούν όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και τους απογόνους τους.
Τέσσερα είδη επικίνδυνων ραδιοϊσοτόπων φαίνεται ότι δραπέτευσαν από τους “τραυματισμένους” αντιδραστήρες της Φουκουσίμα, το Ιώδιο -131, το Καίσιο -137, το Στρόντιο- 90, και το Πλουτώνιο 239, με το Ιώδιο -131 να είναι το πιο επικίνδυνο, επειδή συνδέεται με καρκίνους του θυρεοειδούς σε ανθρώπους που εκτίθενται ακόμη και για μικρό χρονικό διάστημα.
Οι επιδημιολόγοι εκτιμούν ότι 6.000-7.000 περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς οφείλονται στη έκθεση από το ατύχημα του Τσερνομπίλ το 1986. Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν παιδιά την εποχή του ατυχήματος.
Το Στρόντιο και Καίσιο έπονται σε επικινδυνότητα. Ενώ το Ιώδιο δείχνει εκλεκτικότητα σε βλάβες του θυρεοειδούς, αυτά δεν είναι τόσο εκλεκτικά. Το Στρόντιο μοιάζει χημικά με το Ασβέστιο και ενσωματώνεται στα οστά και τα δόντια και μπορεί να μείνει εκεί, ακτινοβολώντας επί μακρό χρονικό διάστημα. Το Στρόντιο συνδέεται κυρίως με την εμφάνιση λευχαιμιών.
Το Καίσιο συμπεριφέρεται όπως ο Φωσφόρος στον οργανισμό και έτσι διασπείρεται σε όλο τον οργανισμό. Δε συνδέεται τόσο σταθερά με τους ιστούς όσο το Στρόντιο (αποβάλλεται από τα ούρα σε διάστημα μηνών ή ετών) και προκαλεί καρκίνους του ήπατος, των νεφρών του παγκρέατος κα
“Πιο ανησυχητική” επισημαίνει η κ.Αρβανίτη, “είναι η περίπτωση του Πλουτωνίου 239 το οποίο είναι εξαιρετικά τοξικό”. Η έκθεση στο Πλουτώνιο γίνεται συνήθως με την εισπνοή και γι’ αυτό συνδέεται με καρκίνους του πνεύμονα. Επιπλέον, ο χρόνος ημιζωής του είναι 24.000 χρόνια, γεγονός που σημαίνει πως ό,τι απελευθερώθηκε από τη Φουκουσίμα θα παραμείνει σε επικίνδυνα επίπεδα για μισό εκατομμύριο χρόνια, προσθέτει.
Για τους Ιάπωνες, η εκκένωση των μολυσμένων περιοχών είναι η μόνη λύση. Η προφύλαξη με ταμπλέτες Ιωδίου συνιστάται, αλλά όχι χωρίς ιατρική επιτήρηση, καθώς υπάρχει όριο στα επίπεδα ιωδίου, που μπορεί να απορροφήσει ο ανθρώπινος οργανισμός.
Εκτός από τις ασθένειες των κατοίκων αναμένονται και κληρονομικές ανωμαλίες και μεταλλάξεις στους απογόνους τους. Απόγονοι που προέρχονται από γεννητικά κύτταρα με χρωματοσωματικές αλλοιώσεις, εκδηλώνουν κληρονομικές ανωμαλίες τύπου Μογγολισμού (σύνδρομο Down) και είναι προβλέψιμες από προγεννητικές εξετάσεις όπως η αμνιοκέντηση.
Αντίθετα, οι μεταλλάξεις δεν είναι ανιχνεύσιμες με το μικροσκόπιο, χρειάζονται εξειδικευμένες εξετάσεις ή ανοσοβιολογικές αναλύσεις για την ανίχνευσή τους σε ορισμένες περιπτώσεις και είναι πιο επικίνδυνα γιατί σα βιώσιμα τα κύτταρα συμμετέχουν στη δημιουργία απογόνων. Όσο μικρή κι αν είναι η ποσότητα ακτινοβολίας που απορροφά ένα κύτταρο, πάντοτε δημιουργείται αυξημένη πιθανότητα πρόκλησης μεταλλάξεων.
“Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα”, εξηγεί η κ.Αρβανίτη, “προκύπτει από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των μεταλλάξεων είναι υπολειπόμενου τύπου, έτσι που δεν εκδηλώνονται στην πρώτη γενεά, αλλά περνώντας μέσα από το γενετικό του υλικό, φθάνει στους απογόνους το ίδιο επικίνδυνη, ανεξάρτητα με το πόσες γενιές θα περάσουν. Οι μεταλλάξεις είναι στην πλειοψηφία τους δυσμενείς για τα άτομα, στα οποία εκδηλώνονται και παράδειγμα μετάλλαξης υπολειπόμενου τύπου είναι η γνωστή μας μεσογειακή αναιμία”.
Για τους λόγους αυτούς, εκτιμά η πρόεδρος της Πανελλήνιας Ιατρικής Εταιρείας, θα παρατηρηθεί και στην Ιαπωνία, τους επόμενους μήνες, το φαινόμενο που είχαμε ζήσει και στην Ελλάδα, δηλαδή μαζικές θεραπευτικές εκτρώσεις σε επιθυμητές κυήσεις.
“Η διαφορά του Τσερνομπίλ με τη Φουκουσίμα είναι ότι τώρα, επί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, εξαιρετικά υψηλά ποσά ραδιενέργειας εξακολουθούν να εκλύονται. Η ‘νεκρή ζώνη’, η οποία θεωρητικά είναι 30 χιλιόμετρα (και στο Τσερνομπίλ) εδώ -με 4 τουλάχιστον προβληματικούς αντιδραστήρες- θα πρέπει να επεκταθεί σε μιαν υπερβολικά πυκνοκατοικημένη Ιαπωνία ενώ κανείς δε μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις και την εξάπλωση της ραδιενέργειας από την ταυτόχρονη βλάβη τόσων τουλάχιστον αντιδραστήρων” καταλήγει η κ. Αρβανίτη Σωτηροπούλου.