Υψηλότερο κέρδος, μεγαλύτερο γεωργικό και οικογενειακό εισόδημα, καθώς και καλύτερες επιδόσεις σχετικά με την τεχνική αποτελεσματικότητα, προκύπτουν από τη σύγκριση βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας ντομάτας, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τους Ε. Μυγδάκο, Α. Ρεζίτη και Μ. Ζώζουλα, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων και προέκυψαν χρήσιμα στοιχεία σχετικά με την οικονομικότητα και την τεχνική αποτελεσματικότητα των συμβατικών και βιολογικών εκμεταλλεύσεων ντομάτας στην κεντρική Ελλάδα.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, η απόδοση (παραγωγή) στη βιολογική καλλιέργεια είναι μικρότερη της συμβατικής και το κόστος παραγωγής μεγαλύτερο, στοιχεία καταρχήν αρνητικά (όχι θετικά) για τη βιολογική καλλιέργεια.
Με δεδομένη, όμως, την κατά πολύ υψηλότερη τιμή πώλησης της βιολογικής ντομάτας και την οικονομική ενίσχυση που δίνεται στους βιοκαλλιεργητές, προκύπτει τελικά υψηλότερο κέρδος, μεγαλύτερο γεωργικό εισόδημα και κυρίως υψηλότερο οικογενειακό γεωργικό εισόδημα για τη βιολογική καλλιέργεια της ντομάτας σε σύγκριση με τη συμβατική καλλιέργεια.
Αναφορικά με την τεχνική αποτελεσματικότητα, τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι οι εκμεταλλεύσεις της βιολογικής καλλιέργειας της ντομάτας εμφανίζονται σχετικά αποτελεσματικότερες από τις συμβατικές, χωρίς ωστόσο μεγάλη διαφορά.
Οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις ντομάτας εμφανίζονται με ένα μέσο όρο αποτελεσματικότητας 88%, ενώ οι συμβατικές 86%. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και στις δύο περιπτώσεις.
Αναφορικά με τα κοινωνικο-διαρθρωτικά στοιχεία διαπιστώθηκε, ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των νοικοκυριών αποτελούνται από 3-5 μέλη, οι αρχηγοί των εκμεταλλεύσεων είναι σε συντριπτική πλειοψηφία άνδρες, από τους οποίους το 82-87% έχουν εξωγεωργικό εισόδημα.
Η διάρθρωση των συμβατικών εκμεταλλεύσεων έχει το 56% της έκτασης ιδιόκτητη και το 44% ενοικιαζόμενη, σε αντίθεση με τις βιολογικές εκμεταλλεύσεις που έχουν το 80% της έκτασης ιδιόκτητη και το 20% ενοικιαζόμενη.
Η μέση ηλικία των απασχολουμένων με τη συμβατική γεωργία είναι 48 χρόνων, με μορφωτικό επίπεδο κύρια δημοτικού και μικρό ποσοστό παρακολούθησης σεμιναρίων γεωργικού ενδιαφέροντος. Οι δε αρχηγοί των βιολογικών εκμεταλλεύσεων είναι μικρότερης ηλικίας, επιπέδου γνώσεων κυρίως λυκείου και ένα μεγάλο ποσοστό αυτών έχουν παρακολουθήσει σεμινάρια γεωργικού περιεχομένου.
Συμπεράσματα
Τα ευρήματα αυτά αποτελούν, σύμφωνα με τον κ. Μυγδάκο, ερεθίσματα προβληματισμού σχετικά με την ανάγκη σφαιρικής μελέτης της βιολογικής καλλιέργειας ως εναλλακτικής γεωργικής δραστηριότητας. Μελέτης που να περιλαμβάνει πέραν της οικονομικής και άλλες διαστάσεις, όπως περιβαλλοντικές, κοινωνικές κλπ, ιδιαίτερα δε στη σημερινή συγκυρία, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου και σκληρού ανταγωνισμού, που επικρατεί σε ολόκληρη την υφήλιο.
Στον ανταγωνισμό αυτό τα μέχρι σήμερα μειονεκτήματα του αγροτικού τομέα της χώρας μας (μικρός κλήρος, μεγάλο ποσοστό αγροτικού πληθυσμού, ορεινές και μειονεκτικές περιοχές κλπ) μπορούν να αποδειχτούν σοβαρά πλεονεκτήματα, για την άσκηση της βιολογικής γεωργίας και την παραγωγή προϊόντων ποιότητας, προς όφελος των παραγωγών και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα, επισημαίνει ο κ. Μυγδάκος.
“Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η βιολογική γεωργία μπορεί να συμβάλλει στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών προς την κατεύθυνση της νέας αναθεωρημένης Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), στην ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος και στην συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες και λιγότερο ανεπτυγμένες μειονεκτικές περιοχές της χώρας”, συμπληρώνει ο καθηγητής.
Η βιολογική γεωργία
Τι είναι όμως η βιολογική γεωργία; Σύμφωνα με τον κ. Μυγδάκο, πρόκειται για μια μορφή αειφορικής γεωργίας, που σέβεται το περιβάλλον, ένα σύστημα παραγωγής, το οποίο δεν χρησιμοποιεί συνθετικά λιπάσματα, χημικά φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα, ρυθμιστές ανάπτυξης, προσθετικά ζωοτροφών κλπ.
Βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αμειψισπορά, στα υπολείμματα των καλλιεργειών, στη ζωική κοπριά, στα ψυχανθή, στη χλωρή λίπανση, στα οργανικά απόβλητα και στο βιολογικό έλεγχο των εντόμων για τη διατήρηση της παραγωγικότητας του εδάφους, τον εφοδιασμό των φυτών με θρεπτικά συστατικά, την καταπολέμηση των εντόμων, των ζιζανίων κλπ, με στόχο την παραγωγή υγιεινών προϊόντων για τη διατροφή του ανθρώπου.
Επιδίωξη της βιολογικής γεωργίας, διευκρινίζει ο κ. Μυγδάκος, είναι η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου, περιβαλλοντικά και οικονομικά αειφορικού συστήματος γεωργικής παραγωγής, το οποίο βασίζεται σε ανανεώσιμους φυσικούς πόρους και σε οικολογικές και βιολογικές διαδικασίες διαχείρισης, έτσι ώστε να παρέχει ικανοποιητικά επίπεδα παραγωγής φυτικών και ζωικών προϊόντων για τη διατροφή του ανθρώπου, προστασία από τα έντομα και τις αρρώστιες και μια ικανοποιητική απόδοση στους χρησιμοποιούμενους πόρους.