Η όσφρηση και οι διαταραχές της

Ο δρ Ρόναλντ Ντε Βέρε, νευρολόγος στο Οστιν του Τέξας, έχασε το 1995 το 70% της οσφρητικής ικανότητάς του ως επιπλοκή μιας ίωσης. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, την ανέκτησε σε ικανοποιητικό βαθμό, αλλά η εμπειρία του τον οδήγησε να αφιερώσει τη σταδιοδρομία του στις διαταραχές της όσφρησης και της γεύσης, ενώ προσφάτως κυκλοφόρησε το βιβλίο «Navigating smell and taste disorders» (εκδ. Demos Health) με θέμα τα τόσο συχνά αλλά παραγνωρισμένα προβλήματα.

Ολοι μας έχουμε βιώσει την παροδική απώλεια της όσφρησης και της γεύσης όταν υποφέρουμε από κρυολόγημα ή ιγμορίτιδα. Προσπαθήστε όμως να φανταστείτε πώς θα ήταν τη ζωή σας, εάν θα έπρεπε να την περάσετε δίχως να μπορείτε να αναγνωρίσετε αν τρώτε κοτόπουλο ή μπριζόλα και δίχως να μπορείτε να μυρίσετε ένα νέο άρωμα. Και μετά, είναι και οι κίνδυνοι: να μην μπορείτε να αντιληφθείτε τη μυρωδιά του φυσικού αερίου ή κάποιου δηλητηρίου, ούτε καν ότι το μωρό σας λερώθηκε και πρέπει να του αλλάξετε πάνα.

Υπολογίζεται πως εκατομμύρια ενήλικες πάσχουν από κάποια σοβαρή διαταραχή της όσφρησης: την υποσμία, που είναι η μειωμένη ικανότητα ανίχνευσης ορισμένων οσμών, την ανοσμία, δηλαδή την αδυναμία ανιχνεύσεως της οποιασδήποτε μυρωδιάς και τη δυσοσμία, κατά την οποία μια ευχάριστη μυρωδιά μάς μυρίζει άσχημα και το αντίστροφο.

Οι πιθανές αιτίες διαταραχής της όσφρησης είναι πολυάριθμες και κυμαίνονται από ιογενείς λοιμώξεις (λ.χ. κρυολόγημα, γρίπη), διαταραχές της μύτης (λ.χ. πολύποδες) ή των ιγμορείων, τραυματισμούς της μύτης ή του κεφαλιού, κάπνισμα και κατάχρηση αλκοόλ, έως λήψη ορισμένων φαρμάκων (λ.χ. αντιυπερτασικά, αντιβιοτικά, αντικαταθλιπτικά, ογκολογικά και για τη χοληστερόλη), ακτινοθεραπεία για καρκίνους της κεφαλής & του τραχήλου (λ.χ. καρκίνος του λάρυγγα) και νοσήματα του θυρεοειδούς, των νεφρών, του ήπατος, του παγκρέατος ή του νευρικού συστήματος (λ.χ. νόσος του Πάρκινσον, σκλήρυνση κατά πλάκας, άνοια).

Οι μισοί πάσχοντες από διαβήτη έχουν μειωμένη όσφρηση και γεύση, ενώ το 90% των πασχόντων από Αλτσχάιμερ έχουν διαταραγμένη όσφρηση, σύμφωνα με τον δρ Ντε Βέρε. Μακράν όμως η πιο συχνή αιτία είναι η ηλικία: το 25% των ατόμων ηλικίας άνω των 50 ετών και σχεδόν τα δύο τρίτα όσων περνούν τα 80 τους χρόνια έχουν μειωμένη αίσθηση όσφρησης – ποσοστά που στους νέους είναι μόλις 1%-2%.

Αναλόγως με την αιτία της οσφρητικής διαταραχής, οι θεραπευτικές επιλογές συμπεριλαμβάνουν αποσυμφορητικά για τη μύτη, αντιισταμινικά, αντιβιοτικά, εγχείρηση (λ.χ. για τους ρινικούς πολύποδες), χρήση ρινικού διαλύματος φυσιολογικού ορού, διόρθωση ορμονικών ή διατροφικών ανεπαρκειών και διακοπή του καπνίσματος ή της κατανάλωσης αλκοόλ. Ωστόσο, ο δρ Κοστάντζο διευκρινίζει πως «πρέπει να είμαστε έντιμοι με τους ασθενείς. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Τα περισσότερα οσφρητικά προβλήματα δεν μπορούν να ιαθούν». Ιδιαιτέρως δύσκολη είναι «η αντιμετώπιση όσων οφείλονται σε τραυματισμούς στο κεφάλι που διαταράσσουν τα οσφρητικά νευρικά κύτταρα που βρίσκονται έξω από τον εγκέφαλο», προσθέτει.

 

 

Δείτε επίσης