Αρκεί η δίαιτα και η άσκηση για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας;

Σε ένα άρθρο κορυφαίων ειδικών επί της παχυσαρκίας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet Diabetes & Endocrinology, οι επιστήμονες λένε ότι η παχυσαρκία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί εύκολα με τη δίαιτα και τη γυμναστική. Οι συμβουλές του τύπου «τρώγε λιγότερο και κινήσου περισσότερο» αποτυγχάνουν μακροπρόθεσμα γιατί πηγαίνουν κόντρα στη βιολογία.

Οι ειδικοί σημειώνουν πως παρότι πολλοί παχύσαρκοι άνθρωποι κάνουν δίαιτα και γυμναστική επιτυγχάνοντας να χάσουν βάρος για ένα διάστημα, το 80-95% από αυτούς τελικά το ανακτούν και πάλι. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν βιολογικοί μηχανισμοί που “σπρώχνουν” κάποιον να καταναλώσει αυξημένες θερμίδες.

Οι μηχανισμοί αυτοί αναπτύχθηκαν πριν από χιλιάδες χρόνια, σε εποχές μεγάλης πείνας, όταν ο αγώνας της επιβίωσης στη φύση ήταν ανηλεής. Στην σύγχρονη κοινωνία των τελευταίων 50-70 χρόνων με την υπεραφθονία της τροφής, οι μηχανισμοί αυτοί που δρουν στο μεταβολισμό και στον εγκέφαλο, προκαλούν παχυσαρκία και στέκονται εμπόδιο στο αδυνάτισμα. Το βασικό πρόβλημα σε μια δίαιτα είναι η επιβράδυνση του ρυθμού καύσης των θερμίδων, δηλαδή μείωση του μεταβολισμού.

Αλλά ακόμα και αν κάποιος αδυνατίσει, «Είναι σαν να αφήνει η παχυσαρκία ένα ανεξίτηλο σημάδι στον οργανισμό», ανέφερε ο Κρίστοφερ Όκνερ, επίκουρος καθηγητής Παιδιατρικής & Ψυχιατρικής στην Σχολή Ιατρικής Icahn, στη Νέα Υόρκη. «Απ’ όσους θα αδυνατίσουν οριστικά, ελάχιστοι θα αναρρώσουν στ’ αλήθεια, οι περισσότεροι απλώς θα κατορθώσουν να διατηρούν την παχυσαρκία σε ύφεση. Τα παχύσαρκα άτομα είναι βιολογικά διαφορετικά από τα άτομα που ποτέ δεν πάχυναν».

Γι’ αυτό τον λόγο, οι ειδικοί λένε ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στις βιολογικές θεραπείες και στη βαριατρική χειρουργική. Ωστόσο υπήρξαν επικρίσεις γι’ αυτό το άρθρο και για προσπάθεια “ιατρικοποίησης” της παχυσαρκίας.

Ο Ταμ Φράι, του Εθνικού Φόρουμ για την Παχυσαρκία, της Βρετανίας είπε ότι το παλιό ρητό “τρώτε λιγότερο και κινηθείτε περισσότερο” εξακολουθεί να δουλεύει αν οι άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν χαμηλά το βάρος τους. Η βιολογία δεν έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία 40 χρόνια, όταν η παχυσαρκία ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Οι άνθρωποι που θέλουν να αδυνατίσουν μπορούν να το κάνουν πράξη, αλλά χρειάζεται αποφασιστικότητα και μερικοί πρέπει να εγκαταλείψουν τη λαιμαργία. Είναι θέμα αποφασιστικότητας, όχι μόνο θέμα βιολογικών μηχανισμών”.

140 περιοχές του DNA

Εντωμεταξύ μια μελέτη στην οποία ήταν επικεφαλής η καθηγήτρια γενετικής Κάρεν Μόλκε της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature, έριξε φως στους γενετικούς παράγοντες που προδιαθέτουν για παχυσαρκία.

Οι ερευνητές αναφέρονται σε 140 περιοχές του DNA που επηρεάζουν την παχυσαρκία. Σε αυτές τις περιοχές συμπεριλαμβάνονται γονίδια που ρυθμίζουν τα μηνύματα του εγκεφάλου και ελέγχουν την όρεξη και την κατανάλωση θερμίδων.

Ο γενετικός χάρτης της παχυσαρκίας μπορεί να εξηγήσει γιατί κάποιος τρώει περισσότερο από έναν άλλον και γιατί μπορεί να παχαίνει παρότι καταναλώνει την ίδια ποσότητα φαγητού με έναν αδύνατο. Επίσης μπορεί να εξηγήσει γιατί είναι τόσο δύσκολο να χάσει κανείς βάρος με την δίαιτα ή την άσκηση.

Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, το 20% των διαφορών στο σωματικό βάρος μεταξύ των ατόμων μπορεί να αποδοθεί στα γονίδια. Από την άλλη μεριά, ενδέχεται ένας παχύσαρκος, να προστατεύεται από τον διαβήτη τύπου 2 και τις καρδιοπάθειες, παρά τα επιπλέον κιλά του.

Οι ερευνητές (πρόκειται για τη μελέτη GIANT) ανέλυσαν γενετικά δείγματα από περίπου 339.000 ανθρώπους και εντόπισαν πάνω από 140 περιοχές του DNA (αρκετές ήταν άγνωστες έως τώρα), που παίζουν ρόλο στη ρύθμιση του βάρους και στο πού συσσωρεύεται το λίπος.

Παίζει ρόλο το νευρικό σύστημα

Μια δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια ιατρικής Ελίζαμπεθ Σπηλιώτη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, εστίασε στον Δείκτη Μάζας Σώματος και εντόπισε 97 περιοχές που DNA που επηρεάζουν την παχυσαρκία. Κάποιες από τις περιοχές αυτές σχετίζονται με το νευρικό σύστημα και κυρίως με τα σήματα του εγκεφάλου που ελέγχουν την όρεξη και την ενεργειακή κατανάλωση του σώματος.

Όπως είπε η Σπηλιώτη, «τα ευρήματά μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι η προδιάθεση για παχυσαρκία  δεν οφείλεται σε ένα μεμονωμένο γονίδιο ή σε μια μόνο γενετική μετάλλαξη. Ο μεγάλος αριθμός γονιδίων που εμπλέκονται, καθιστά λιγότερο πιθανό να υπάρξει μια μοναδική λύση που θα καταπολεμά την παχυσαρκία και θα είναι αποτελεσματική σε όλους».

Έτσι, παραμένει μακρινός στόχος μια γονιδιακή θεραπεία της παχυσαρκίας μέσω φαρμάκων που θα επιβραδύνουν τον μεταβολισμό ή θα καταστέλλουν την όρεξη, όπως και ένα γενετικό τεστ που θα προβλέπει έγκαιρα τα άτομα υψηλού κινδύνου για παχυσαρκία.

Δείτε επίσης