ΧΟΛΙΝΗ: Ιδιότητες, δοσολογία και παρενέργειες

Η χολίνη είναι ένα μόριο που παίζει σημαντικό ρόλο σε πολλές διαδικασίες στον ανθρώπινο μεταβολισμό, στη δομή των κυττάρων και στη σύνθεση ορισμένων νευροδιαβιβαστών. Η ανεπάρκειά της πιστεύεται ότι έχει αντίκτυπο σε ορισμένες ασθένειες όπως είναι η ηπατική νόσος, η αθηροσκλήρωση και ενδεχομένως οι νευρολογικές διαταραχές. Σχετικά με τις παρενέργειες, η πιο αξιοπρόσεκτη είναι ο κίνδυνος θρόμβωσης λόγω παραγωγής μια ουσίας που ονομάζεται ΤΜΑΟ από βακτήρια του εντέρου που μεταβολίζουν τη χολίνη.

augo 5Η χολίνη σχετίζεται µε το σύµπλεγµα των βιταµινών Β, αλλά δεν ταξινομείται ως βιταµίνη διότι παράγεται από το συκώτι, ωστόσο αυτή η παραγωγή δεν θεωρείται αρκετή για τις ανάγκες του οργανισμού. Επειδή η μεγαλύτερη αναγκαία ποσότητα λαμβάνεται από τη διατροφή, το 1998 αναγνωρίστηκε επίσημα ως απαραίτητο θρεπτικό συστατικό από το αμερικανικό Institute of Medicine (ΙΟΜ).

Μέσω της διατροφής, η χολινη απορροφάται από το έντερο, από μόρια που μεσολαβούν, και ο κύριος σκοπός της είναι να αποτελέσει μέρος της λεκιθίνης, η οποία υπάρχει σε όλα τα κύτταρα. Η λεκιθίνη (ονομάζεται και φωσφατιδυλοχολίνη) είναι το κυρίαρχο φωσφολιπίδιο στα θηλαστικά με ποσοστό πάνω από 50%.

Η χολίνη βρίσκεται σε μια ποικιλία τροφών ωστόσο οι κρόκοι των αυγών είναι η πιο συμπυκνωμένη πηγή της παρέχοντας περίπου 680 mg ανά 100 γραμμάρια. Δύο μεγάλα αυγά την ημέρα παρέχουν 226 mg, δηλαδή τη μισή απαιτούμενη ποσότητα για τους ενήλικες. Άλλες καλές πηγές είναι το βοδινό συκώτι, το φύτρο σιταριού, το στήθος κοτόπουλου, ο σολομός και το μπρόκολο.

Ως διατροφικό συμπλήρωμα, η χολίνη διατίθεται σε δισκία και κάψουλες. Δεν έχει καθοριστεί συγκεκριµένη δοσολογία. Η απέκκριση της χολίνης γίνεται κυρίως µέσω των ούρων.

H μέση πρόσληψη χολίνης για παιδιά, άνδρες και γυναίκες από τη διατροφή είναι πολύ κάτω από αυτή που συστήνει το Institute of Medicine, η οποία έχει ως εξής:

  • Μωρά μέχρι έξι μηνών, 125 mg την ημέρα.
  • Μωρά 7-12 μηνών, 150 mg την ημέρα.
  • Παιδιά 1-3 ετών, 200 mg την ημέρα.
  • Παιδιά 4-8 ετών, 250 mg την ημέρα.
  • Παιδιά 9-13 ετών, 375 mg την ημέρα.
  • Έφηβοι 14-18 ετών, 550 mg για αγόρια και 400 mg για κορίτσια την ημέρα.
  • Για ενήλικες άνδρες 550 mg και για γυναίκες 425 mg την ηµέρα.
  • Για έγκυες γυναίκες όλων των ηλικιών 450 mg και για θηλάζουσες 550 mg την ημέρα. Να σημειωθεί ότι το έμβρυο χρειάζεται αρκετή χολίνη  γι’ αυτό και το μητρικό γάλα είναι πλούσιο. Όμως η μεταφορά της χολίνης από τη μητέρα στο έμβρυο εξαντλεί τα αποθέματα της μητέρας στο αίμα της.

Φαίνεται πάντως πως υπάρχει σημαντική διακύμανση των διατροφικών απαιτήσεων από άνθρωπο σε άνθρωπο, κάτι που μπορεί να εξηγηθεί από τις γενετικές διαφορές.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Ο ρόλος της χολίνης στο σώμα είναι περίπλοκος. Χρησιµεύει και ως πηγή ευκίνητων µεθυλοµάδων σε αντιδράσεις τρανσµεθυλίωσης. Η ουσία είναι απαραίτητη για τη σύνθεση του νευροδιαβιβαστή του εγκεφάλου ακετυλοχολίνη, τις σηματοδοτήσεις των κυτταρικών μεμβρανών (φωσφολιπιδίων), τη μεταφορά λιπιδίων (λιποπρωτεΐνες) και τον μεταβολισμό της ομοκυστεΐνης. Το φυλλικό οξύ και η χολίνη εμπλέκονται στην μετατροπή της ομοκυστεΐνης στο αμινοξύ μεθειονίνη, κάτι που μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Ως πρόδροµος ουσία της ακετυλοχολίνης, η χολίνη θεωρείται ότι αυξάνει την συγκέντρωση της ακετυλοχολίνης στον εγκέφαλο. Για τον λόγο αυτό µπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις σε ασθενείς µε διαταραγµένη χολινεργική µετάδοση (π.χ δυσκινησία, σύνδροµο Τourette, νόσο Alzheimer, µανία, διαταραχές µνήµης, αταξία κ.τ.λ). Ίσως παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της μνήμης στο έμβρυο και να μειώνει τον κίνδυνο ανωμαλιών του νωτιαίου σωλήνα. Η ακετυλοχολίνη παίζει επίσης ρόλο στην ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.

Η χολίνη απαιτείται για τον σχηματισμό σηµαντικών μορίων που βρίσκονται στις κυτταρικές μεμβράνες όπως η φωσφατιδυλοχολίνη (λεκιθίνη) και η σφιγγοµυελίνη. Η λεκιθίνη και η σφιγγοµυελίνη συµµετέχουν στη µετάδοση κυτταρικών σηµάτων, µία σηµαντική διεργασία για την ανάπτυξη και την καλή λειτουργία των κυττάρων. Επίσης, η χολίνη αποτελεί δοµικό συστατικό του παράγοντα ενεργοποίησης αιµοπεταλίων και του πλασµαλογόνου (φωσφολιπίδιο που βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στις µεµβράνες των καρδιακών µυϊκών κυττάρων).

Στα ζώα, η έλλειψη χολίνης ή λεκιθίνης µπορεί να επηρεάσει την διαδικασία µετάδοσης σηµάτων και ερεθισµάτων και να οδηγήσει σε ασθένειες όπως είναι ο καρκίνος και η νόσος Alzheimer. Μια μελέτη σε 57 υγιείς ανθρώπους έδειξε ότι το 77% των ανδρών και το 80% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών που είχαν μικρή πρόσληψη χολίνης από τη διατροφή, παρουσίαζαν λιπώδες συκώτι ή μυϊκές βλάβες. Η ζημιά αντιστράφηκε όταν τα άτομα αυτά άρχισαν να ακολουθούν μια διατροφή πλούσια σε χολίνη.

ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Έχει προταθεί ότι η χολίνη βελτιώνει την απόδοση των αθλητών. Αυτή η υπόθεση προέκυψε µετά από ευρήµατα που υποδείκνυαν ότι η χολίνη του πλάσµατος µειώνονταν σε προπονηµένους δροµείς και αθλητές µετά από αθλητικά γεγονότα, όπως π.χ. είναι ο μαραθώνιος. Παρ’  όλα αυτά, είναι ασαφές αν η χορήγηση συµπληρωµάτων χολινης καθυστερεί την κόπωση ή βοηθάει με άλλο τρόπο.

ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Το ανώτατο συνιστώμενο όριο λήψης από τη διατροφή για τους ενήλικες είναι τα 3.500 mg. Ένα µέρος της προσλαµβανόµενης χολίνης απορροφάται άθικτο, πιθανότατα µε τη βοήθεια ενός µηχανισµού µεσολαβητή-φορέα. Το υπόλοιπο µεταβολίζεται από την χλωρίδα του εντέρου σε τριµεθυλαµίνη η οποία όμως έχει οσµή ψαριού.

Έτσι αν η κατανάλωση χολίνης ξεπερνά τα 10 γραμμάρια την ημέρα μπορεί το σώμα να αναδύει μυρωδιά ψαρίλας. Πάντως, μεγάλες δόσεις υπό μορφή λεκιθίνης (διατίθεται στην αγορά ως διατροφικό συμπληρωμα) γενικά δεν προκαλούν αυτή την οσμή επειδή ο μεταβολισμός καταλήγει σε μικρή παραγωγή τριμεθυλαμίνης.

Πιο σοβαρά συµπτώµατα εµφανίζονται λόγω υπερβολικής χολινεργικής µετάδοσης, όταν προσλαµβάνονται δόσεις πάνω από 10 γραμμάρια την ηµέρα (διάρροια, ναυτία, ζαλάδα, εφίδρωση, κατάθλιψη, σιελόρροια και µεγαλύτερο Ρ-R διάστηµα στο ηλεκτροκαρδιογράφηµα).

Πρόσφατες μελέτες ωστόσο έχουν δείξει ότι η χολίνη αυξάνει τον κίνδυνο θρόμβωσης ακόμα και ποσότητες που δεν είναι υψηλές. Κι αυτό διότι αυξάνει τα επίπεδα μιας χημικής ουσίας, που παράγεται από βακτήρια του εντέρου και ονομάζεται Ν-οξείδιο της τριμεθυλαμίνης (TMAO). Αυτό έχει ως συνέπεια να αυξάνεται η τάση των αιμοπεταλίων να σχηματίζουν θρόμβους. Τα υψηλά επίπεδα της TMAO στο αίμα έχουν συνδεθεί με υψηλότερο κίνδυνο θρόμβων αίματος, εμφράγματος και ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου.

Μελέτη που περιέλαβε 18 εθελοντές (οι οκτώ ήταν χορτοφάγοι) και λάμβαναν καθημερινά 450 mg χολίνης από συμπληρώματα είχε ως αποτέλεσμα να δεκαπλασιαστούν τα επίπεδα του Ν-οξειδίου της τριμεθυλαμίνης στο αίμα τους. Να σημειωθεί ότι η ασπιρίνη και ένα συστατικό του ελαιολάδου μειώνουν το σχηματισμό του TMAO – η ασπιρίνη μειώνει και τη θρόμβωση.

Πηγές:

  1. Choline: an essential nutrient for public health. Zeisel SH, da Costa KA, 2009 November ; 67(11): 615–623.
  2. Dietary choline requirements of women: effects of estrogen and genetic variation. Leslie M Fischer, Kerry-Ann da Costa, Lester Kwock, Joseph Galanko, and Steven H Zeisel.
  3. Does Our Gut Microbiome Predict Cardiovascular Risk? A Review of the Evidence From Metabolomics. Julian L. Griffin, DPhil; Xinzhu Wang, PhD; Elizabeth Stanley, PhD.

Δείτε επίσης