Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που τους δόθηκε το πιο σύνηθες συνταγογραφούμενο φάρμακο, η δραστική ουσία μετφορμίνη, έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες μη συμμόρφωσης, ανέφερε ένα άρθρο στο περιοδικό Diabetes, Obesity and Metabolism.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Surrey εξέτασαν λεπτομερώς πόσο πιθανό ήταν να πάρουν τα φάρμακά τους 1,6 εκατομμύρια άτομα με διαβήτη τύπου 2. Η μελέτη συνδύασε δεδομένα από κλινικές δοκιμές και μελέτες παρατήρησης που εξέτασαν τα ποσοστά προσκόλλησης τόσο για τα αντιδιαβητικά χάπια όσο και για τα ενέσιμα φάρμακα.
Διαπίστωσαν ότι όσοι ασθενείς έλαβαν μετφορμίνη, το πιο συχνά συνταγογραφούμενο φάρμακο για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2, ήταν το λιγότερο πιθανό να πάρουν τις απαιτούμενες δόσεις του σε σύγκριση με άλλα φάρμακα για τον διαβήτη. Το 30% των συνταγών μετφορμίνης δεν λαμβάνονταν από τους ασθενείς σε σύγκριση με το 23% των σουλφονυλουριών (όπως η γλικλαζίδη) και το 20% για την πιογλιταζόνη.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι αναστολείς DPP4 (γλιπτίνες), μία από τις νεότερες κατηγορίες φαρμάκων είχαν τα υψηλότερα ποσοστά προσκόλλησης, με μόνο 10-20% των δοσολογιών να μην λαμβάνονται.
Συγκρίνοντας τα ενέσιμα φάρμακα, διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς είναι δύο φορές πιο πιθανό να διακόψουν τη λήψη ανταγωνιστών του υποδοχέα GLP1 (όπως η εξενατίδη) σε σύγκριση με την ινσουλίνη.
Βασική αιτία οι παρενέργειες
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η διακύμανση των ποσοστών συμμόρφωσης οφείλεται εν μέρει στις παρενέργειες των διαφόρων φαρμάκων.
Η μετφορμίνη συνήθως προκαλεί γαστρεντερικά συμπτώματα όπως είναι η διάρροια και ο μετεωρισμός, ενώ οι αναστολείς DPP4 είναι γενικά καλύτερα ανεκτοί.
Θεωρείται επίσης ότι η λήψη των πολλαπλών δόσεων την ημέρα που απαιτούνται για ορισμένα φάρμακα μπορεί να έχει αντίκτυπο στους ανθρώπους που παίρνουν το απαιτούμενο φάρμακο.
Ο Andy McGovern, κλινικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Surrey, δήλωσε: «Η σημασία των ασθενών με διαβήτη που λαμβάνουν τα συνταγογραφούμενα φάρμακά τους δεν μπορεί να υποτιμηθεί, και η αποτυχία τους μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές στην κατάσταση τους, συμπεριλαμβανομένης της οφθαλμοπάθειας και της νεφρικής βλάβης. Ξέρουμε εδώ και καιρό ότι πολλά φάρμακα που συνταγογραφούνται για χρόνιες παθήσεις δεν λαμβάνονται. Αυτό που δείχνει η τελευταία έρευνα είναι ότι οι ασθενείς βρίσκουν μερικές από αυτές τις κατηγορίες φαρμάκων πολύ πιο εύκολες από άλλες.
“Προτρέπω όλους όσους δυσκολεύονται να λάβουν τα φάρμακά τους όπως αυτά έχουν συνταγογραφηθεί – είτε λόγω παρενεργειών είτε επειδή το θεραπευτικό σχήμα είναι περίπλοκο – να το συζητήσουν ανοιχτά με το γιατρό τους. Ευτυχώς για τον διαβήτη τύπου 2 έχουμε πολλές θεραπευτικές επιλογές και η μετάβαση σε μια διαφορετική κατηγορία φαρμακευτικής αγωγής, η οποία είναι πιο εύκολη, θα μπορούσε να προσφέρει έναν τρόπο βελτίωσης της προσκόλλησης. Θα ενθάρρυνα επίσης τους γιατρούς να ζητούν ενεργά από τους ασθενείς την προσκόλληση στα φάρμακά τους”.
Τα δεδομένα για αυτό το άρθρο εξήχθησαν από 48 μελέτες, από τις οποίες οι 25 ήταν συγκρινόμενες από του στόματος θεραπείες, 19 ήταν ενέσιμες θεραπείες, 3 συμπεριλάμβαναν σύγκριση μεταξύ στοματικών και ενέσιμων θεραπειών και μία αφορούσε σύγκριση μιας από του στόματος θεραπείας με έναν εισπνεόμενο παράγοντα.